Θεσμογραφίες : Φαύλος κύκλος

economico.gr, 17/4/21
Η ιστορία είναι πολύ διδακτική, ελληνικώ τω τρόπω, και άλλο τόσο αποκαλυπτική, για τους θεσμούς αλλά και για το πολιτικό σύστημα. Και η διδαχή και η αποκάλυψη, ωστόσο, δεν είναι πολύ τιμητικές.
Από το 1974, το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 51 παρ. 4) θεσπίζει οιονεί δικαίωμα των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, καλούμενων και «αποδήμων» ή «ομογενών», να ψηφίζουν στις ελληνικές εκλογές και αναθέτει στον απλό νομοθέτη να εξειδικεύσει τον τρόπο εφαρμογής του. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε ότι αυτός ο νόμος έπρεπε να ψηφισθεί με πλειοψηφία των δυο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή με 200 τουλάχιστον ψήφους. Επί 45 χρόνια δεν είχε γίνει τίποτα, ή σχεδόν τίποτα. Το 2019 η τότε κυβέρνηση, νυν αξιωματική αντιπολίτευση, ξεκίνησε αλλά δεν πρόλαβε να ψηφίσει σχετικό νόμο, κυρίως γιατί η νομοπαρασκευαστική Επιτροπή που συνέστησε διχάστηκε ως προς το αν πρέπει να προσμετράται η ψήφος των αποδήμων στο εκλογικό αποτέλεσμα. Από άποψη συνταγματικότητας τα πράγματα είναι καθαρά: από το συνδυασμό των διατάξεων για την ισότητα της ψήφου, την εκπροσώπησης από τους βουλευτές όλου του «Έθνους», την εγγύηση του κράτους για την ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι η ψήφος πρέπει να μετρά στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Τελικά η συνταγματική επιταγή εκπληρώθηκε στο τέλος του 2019 από τη νυν κυβέρνηση και ο σχετικός νόμος (4648/2019) ψηφίστηκε με 288 ψήφους κι αφού πρώτα άλλαξε και το Σύνταγμα: προστέθηκε νέα διάταξη (54 παρ. 4), με την οποία τίθενται «προϋποθέσεις» («πραγματικός δεσμός με τη χώρα», «αυτοπρόσωπη παρουσία», «χρόνος απουσίας από τη χώρα ή παρουσία στη χώρα για ορισμένο διάστημα») για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των αποδήμων.
Για να επιτευχθεί η αυξημένη αυτή, αναγκαστικά δικομματική, πλειοψηφία, το δικαίωμα κατοχυρώθηκε μεν, αλλά αρκετά κουτσουρεμένο. Η τότε, και σήμερα, αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, επέμειναν, παρά την αντίθεση της κυβέρνησης και σχεδόν σύσσωμης της επιστημονικής κοινότητας, σε περιορισμούς, τους οποίους «πέρασαν» μάλιστα στο ίδιο το Σύνταγμα, που κι αυτό απαιτεί ψήφιση με υπερκομματική πλειοψηφία. Έτσι στο νόμο, πλην της εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους και της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης παρουσίας σε εκλογικά τμήματα, μπήκαν ως «κόφτες» η απαίτηση παραμονής δυο ετών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 35ετία και υποβολής φορολογικής δήλωσης κατά το έτος των εκλογών ή το προηγούμενο. Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι τις αρχές αυτής της εβδομάδας.
Τότε ολοκληρώθηκε ο φαύλος κύκλος: αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δυσχέρανση της ψήφισης του εκτελεστικού νόμου, κατοχύρωση με περιορισμούς, εξευτελισμός των θεσμών, δηλαδή του ψηφισμένου νόμου και του αναθεωρημένου Συντάγματος. Ελάχιστα παρηγορητικό είναι το γεγονός ότι αυτός ο εξευτελισμός συνοδεύτηκε και από αυτό-εξευτελισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία πρώτα πρόβαλλε εμπόδια στην ελεύθερη ψήφο των αποδήμων, εκ των υστέρων χαρακτήρισε, μέσω της τομεάρχου του, «άδικους» και «υποτιμητικούς» τους περιορισμούς που το ίδιο επέβαλλε και, ως ύστατο αντιπερισπασμό, ξανάβγαλε από το συρτάρι την αντισυνταγματική πρόταση για μη προσμέτρηση της ψήφου στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Το ορθό δεν είναι απλώς η άρση κάθε περιορισμού που δεν ισχύει για τους πάντες αλλά και η καθιέρωση δυνατότητας επιστολικής ψήφου, για να μην αναγκάζονται να ταξιδέψουν οι ομογενείς για να ψηφίσουν. Όμως, η ώρα του ορθού ήταν όταν συζητιόταν ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε –τότε έπρεπε να πείσει η κυβέρνηση και να ακούσει τη φωνή της λογικής η αντιπολίτευση, και όχι να καταλυθεί εκ των υστέρων μια διαμορφωθείσα πολιτική συμφωνία και μαζί ο νόμος και το Σύνταγμα. Φυσικά, όπως σε κάθε ιστορία που σέβεται τον εαυτό της, το καλό έμεινε για το τέλος: όλη αυτή η «μάχη» δεν δίνεται για ένα πουκάμισο αδειανό, αλλά για πραγματικά ψηφαλάκια, που το κάθε κόμμα μετρά με τον τρόπο του και προβάλλει στο εκλογικό αποτέλεσμα. Άλλη μια απόδειξη της πρωταρχικότητας του γενικού συμφέροντος στα μάτια των (υποτιθέμενων) φορέων του.