Θεσμογραφίες : Τα προφανή των θεσμών

NEA, 3/04/2021
Οι θεσμοί της δημοκρατίας δεν είναι δισυπόστατοι. Αφήνουν περιθώρια ερμηνείας αλλά ένα μόνο αποτέλεσμα, ένας τρόπος λειτουργίας είναι ορθός. Στηρίζονται σε κείμενα και σε γεγονότα. Αρέσουν-δεν αρέσουν, κι όποια κριτική κι αν τους ασκηθεί, είναι ίδιοι για όλους και οφείλουν να δίνουν το ίδιο αποτέλεσμα για όλους. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί θεσμοί και δεν δημιουργούν νικητές και χαμένους -υπάρχουν απλώς θεσμοί που λειτουργούν, παρά τις ατέλειές τους, γιατί τυγχάνουν ρητής ή σιωπηρής, κοινωνικής και πολιτικής, αποδοχής και άλλοι που μετατρέπονται, από πολιτική ανωριμότητα ή καιροσκοπισμό, σε πεδίο σύγκρουσης.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά επ’ αφορμή της νέας Προανακριτικής που συγκρότησε η Βουλή για την «υπόθεση Παππά». Η ορθή ανάγνωση των θεσμών είναι προφανής: δεν πρόκειται για καταδίκη, ούτε καν για δίκη, αλλά για διερεύνηση. Διερεύνηση στην οποία δεν προβαίνει αυτοβούλως η Βουλή αλλά κατόπιν εισαγγελικής παραπομπής στη βάση όχι απλώς ενδείξεων αλλά ενδείξεων που κρίθηκαν σοβαρές και επαρκείς. Διερεύνηση για πράξεις με ποινική απαξία που συντελέστηκαν κατά την άσκηση πολιτικών καθηκόντων (γι’αυτό και απαιτείται η παρεμβολή της Βουλής). Ο εγγενώς πολιτικός χαρακτήρας δεν αφορά τα κίνητρα, τις προθέσεις, τα ευρύτερα ή στενότερα συμφραζόμενα αλλά τις ίδιες τις πράξεις. Υπήρχε αρμοδιότητα; Οδήγησε σε υπέρβαση εξουσίας; Υπήρχε προσδοκία για πολιτικά ή κομματικά οφέλη που δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την εκτέλεση των συγκεκριμένων πράξεων υπό πρόσωπα που είχαν τις συγκεκριμένες εξουσίες; Πολιτικές αντεγκλήσεις, απολογισμοί, συμψηφισμοί, επιθέσεις και αντεπιθέσεις, προβολή της σημερινής συγκυρίας επί παρελθόντων γεγονότων βρίσκονται εκτός θεσμικού πεδίου.
Τοποθετούμενα αυτά στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης δίνουν και πάλι μια καθαρή -ως προς την εκκίνηση, όχι ως προς την κατάληξη- εικόνα. Αυτό που ζητείται να διερευνηθεί είναι αν ο συγκεκριμένος πρώην Υπουργός υπέπεσε στο αδίκημα της δωροληψίας, αν δηλαδή πήρε ο ίδιος ή μεσολάβησε βάσει της ιδιότητας του να δοθούν χρήματα από το δημόσιο ταμείο, και της παράβασης καθήκοντος, εάν δηλαδή παρέβη ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες τους οποίους, εκ της θέσεως του, όφειλε να γνωρίζει και να σέβεται. Αυτά που «είδαν» οι δικαστές και έστειλαν το φάκελο στη Βουλή είναι ένορκες καταγγελίες κατά του αρμόδιου για τα μέσα ενημέρωσης Υπουργού ότι παρενέβη προκειμένου κάποιος διαγωνιζόμενος για ραδιοτηλεοπτική άδεια να τύχει προνομιακής μεταχείρισης, να βρει χρήματα για να ικανοποιήσει τους όρους συμμετοχής και εν γένει να «βοηθήσει κα να βοηθηθεί» από την τότε κυβέρνηση. Δεν είναι διόλου άσχετα με την υπόθεση, στηρίζουν αλλά δεν συγκροτούν τις κατηγορίες, δυο τουλάχιστον γεγονότα (και όχι εικασίες): ότι ένας από τους ενόρκως καταγγέλλοντες είναι ο ίδιος ο συμμετέχων και εκλεκτός του πρώην Υπουργού στο διαγωνισμό, καθώς και ότι ο διαγωνισμός ήταν εκ των πραγμάτων μη νόμιμος και αποσκοπούσε σε προώθηση πολιτικών σκοπών της τότε κυβέρνησης. Για το πρώτο αποφάνθηκε τελεσίδικα το Συμβούλιο της Επικρατείας κηρύσσοντας το διαγωνισμό αντισυνταγματικό, για το δε δεύτερο καυχιόταν και τότε και τώρα το κόμμα που τον προώθησε. Αντίθετα, καμία επιρροή δεν ασκούν γεγονότα και επιχειρήματα περί προσπάθειας να «μπει τάξη στο άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο» (και αυτή να ήταν η πρόθεση, δεν αρκεί για να άρει την παρανομία) ή περί «αντιπερισπασμού» εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης, αφού το ζήτημα που είχε να αντιμετωπίσει η Βουλή, και όχι η κυβέρνηση, ήταν αν, μετά την εισαγγελική παραπομπή, θα έβαζε την υπόθεση στο αρχείο ή θα αποφάσιζε να τη διερευνήσει. Με βάση το φάκελο που είχε στα χέρια της, θα παρανομούσε αν τον έβαζε στο αρχείο.
Τις ίδιες μέρες που εξελίσσονται αυτά τα ωραία ελληνικά, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ λανσάριζε ιστοσελίδα μέσω της οποίας ξαναγράφει την ιστορία της προεδρίας του παραλείποντας μικρο-λεπτομέρειες όπως η πανδημία, η πραγματική κατάσταση της οικονομίας, οι δυο παραπομπές του για παράβαση καθήκοντος, η έφοδος στο Καπιτώλιο. Άλλο «αφήγημα», ίδια αντίληψη για τους θεσμούς.