Αγώνας αντοχής

ΝΕΑ, 5/03/21
Η παρατεταμένη απεργία πείνας του καταδικασμένου εκτελεστικού βραχίονα της 17Ν, σε συνδυασμό με την αντίδραση της Πολιτείας, δοκιμάζουν πολλαπλώς τις αντοχές της δημοκρατίας μας. Αλλά δεν επιτρέπεται να αφεθούν να τις κάμψουν.
Στο καθαρώς νομικό επίπεδο, ισχύει καταρχάς ότι όλοι οι φυλακισμένοι, για κάθε είδους έγκλημα, έχουν τα δικαιώματα που παρέχει με γενικά κριτήρια ο νόμος, η δε Πολιτεία οφείλει να εφαρμόζει τις νόμιμες διαδικασίες απροσωπόληπτα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το συνδυασμό του άρθρου του Σωφρονιστικού Κώδικα που απαγορεύει τη μεταγωγή κρατουμένων που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα σχετικά με τρομοκρατία σε αγροτικές φυλακές (αρθ. 41 ν. 4356/2015, όπως τροποποιήθηκε με το αρθ. 3 ν. 4760/2020) και του χαρακτηρισμού του σωφρονιστικού καταστήματος του Κορυδαλλού ως "φυλακής υποδίκων", που δεν μπορεί μάλιστα, λόγω της πανδημίας, να δεχτεί επιπλέον κρατουμένους, φαίνεται να προκύπτει ότι: α) νομίμως ο εν λόγω κρατούμενος αποφασίστηκε να φύγει από τις αγροτικές φυλακές Βόλου, β) δεν ήταν δυνατή η μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού, από τις οποίες εξάλλου, με αίτημα του σε προηγούμενη φάση της κράτησής του, είχε ζητήσει να φύγει, γ) η κρίση περί μεταγωγής στις φυλακές Δομοκού ελήφθη δια της νόμιμης οδού, δηλαδή δι' αποφάσεως της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, εγκριτικής σχετικής πράξης της Γενικής Γραμματέως Αντιεγκληματικής Πολιτικής. Αυτή η απόφαση γεννά δικαίωμα προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια, χωρίς να είναι παραδεκτό να λέγεται ότι κάποια από αυτά, δηλαδή ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης, δεν έχουν τα εχέγγυα να εκτελέσουν την αποστολή τους επειδή είναι "μικρά" ή "ανειδίκευτα".
Είναι πάντως προφανές ότι τα στοιχεία της υπόθεσης που ενδιαφέρουν περισσότερο το κοινωνικό σύνολο και σχετίζονται αμεσότερα με τη Δημοκρατία είναι τα πολιτικά και όχι τα καθαρώς νομικά, τα οποία μάλλον χρησιμεύουν ως πρόσχημα. Από πολιτική/δημοκρατική λοιπόν άποψη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η ικανοποίηση αιτήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο για παραχώρηση δικαιώματος -στη συγκεκριμένη περίπτωση: "επιλογή" σωφρονιστικού καταστήματος- που δεν στηρίζεται στο νόμο, όχι γιατί πρόκειται για το συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά γιατί αυτό θα ίσχυε για κάθε πρόσωπο που θα βρισκόταν υπό τις ίδιες συνθήκες -και είναι καθήκον της Πολιτείας να κάνει το νόμο να ισχύσει σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Αυτό δεν αλλάζει λόγω της ύπαρξης του - απευκταίου και οριακού- ενδεχομένου τερματισμού της ζωής κρατουμένου λόγω απεργίας πείνας, αφενός γιατί ο κίνδυνος στη ζωή δεν προέρχεται από την Πολιτεία αλλά από τον ίδιο τον κρατούμενο, και αφετέρου γιατί η Πολιτεία διαθέτει, και πρέπει να ενεργοποιήσει, τη δυνατότητα αναγκαστικής σίτισης για την αποφυγή του θανάτου. Ο δε κίνδυνος θανάτου όχι μόνο δεν καθιστά την αναγκαστική σίτιση, χωρίς συναίνεση του σιτιζόμενου, "βασανιστήριο", αλλά, κατά την κρατούσα νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την καθιστά υποχρεωτική -αλλιώς γεννάται "κρατική παράλειψη".
Τέλος, αλλά είναι το σημαντικότερο, δεν είναι δημοκρατικά αποδεκτό να χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη υπόθεση για άσκηση ή απειλή βίας, για προσπορισμό κομματικού κέρδους, πόσο μάλλον για άνοιγμα εμφύλιων διαχωριστικών γραμμών, των οποίων η υπέρβαση συνιστά μείζονα κατάκτηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας. Ούτε βέβαια προσφέρεται η συγκεκριμένη υπόθεση για "αναθεώρηση" της σχέσης της δημοκρατίας με την τρομοκρατία, όταν η πρώτη έχει λύσει τις διαφορές της με τη δεύτερη και στα δικαστήρια και στις κάλπες και στη λαϊκή συνείδηση.