Θεσμογραφίες : Ατρείδες

NEA, 27/02/21
Στο βρώμικο κουβάρι της «υπόθεσης Λιγνάδη», χαμένες κάπου ανάμεσα στη θλίψη, την οργή, την υποκρισία, το κουτσομπολιό και την εκμετάλλευση, βρίσκονται και οι –αδιάφορες για τους περισσότερους, όχι όμως για τη Δημοκρατία- θεσμικές διαστάσεις. Θεωρώ ότι τρία είναι, από αυτήν την άποψη, τα σημαντικότερα ζητήματα.
Πρώτον, η αναγκαία διάκριση ανάμεσα στις δημόσιες και στις ιδιωτικές πτυχές της υπόθεσης. Άλλο γιατί «πουλάει», ή απλώς και πιο υγιώς, γιατί ενδιαφέρει η υπόθεση και άλλο τι αντίκτυπο έχει για την Πολιτεία και τη δημοκρατία. Ο αντίκτυπος αυτός, στην προκείμενη περίπτωση, υπάρχει λόγω της δημόσιας θέσης του προσώπου κατά του οποίου έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Είναι βέβαιο –έχει εξάλλου συμβεί και θα ξανασυμβεί- ότι και για άλλων «διάσημων» προσώπων την πιθανή παραβατική συμπεριφορά, πόσο μάλλον όταν είναι πασπαλισμένη με γαργαλιστικές έως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, θα συζητούσαμε ως «Δήμος», ασχέτως αν στην «εποχή του Διαδικτύου» ο Δήμος μοιάζει περισσότερο με τσίρκο. Του συγκεκριμένου προσώπου η συμπεριφορά ενδιαφέρει γιατί η Πολιτεία τού προσέφερε, και μάλιστα κατ’ επιλογήν, δημόσιο αξίωμα και άρα οι πράξεις του και –παρότι η λέξη έχει περιπέσει σε αχρησία- το όποιο ήθος του, αντανακλούν την ίδια την Πολιτεία. Το τι κάνει ο καθένας» -«επώνυμος» ή «ανώνυμος»-στην κρεβατοκάμαρά του δεν (θα έπρεπε να) μας ενδιαφέρει. Για την ενδεχόμενη παρανομία αυτών που κάνει, μόνες αρμόδιες είναι οι δικαστικές Αρχές –κι ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι κάποιος να κριθεί ένοχος, λογίζεται αθώος. Αλλά το ότι κάποια πρόσωπα εκφράζουν και εκπροσωπούν το κράτος, αυτό μας ενδιαφέρει, οφείλει να μας ενδιαφέρει, όλους. Και να ζητάμε, δημόσιες και επίσημες, εξηγήσεις και επιπτώσεις. Άλλο Γουαϊνστάϊν, άλλο Τραμπ.
Δεύτερον, η σύνδεση με την παραίτηση της Υπουργού Πολιτισμού. Με βάση τα παραπάνω, δεν νομίζω ότι χωρεί αμφιβολία ότι η ανάληψη ευθύνης εκ μέρους του αρμοδίου πολιτικού οργάνου, θεσμού ή προσώπου που επέλεξε ένα ανάξιο πρόσωπο είναι αυτονόητη. Δεν πρόκειται ούτε για αντικειμενική –«μα γιατί να υποστώ συνέπειες για κάτι που δεν γνώριζα και που δεν με αφορά»- αλλά ούτε και για διάχυτη –η «στραβή» της πρώην Περιφερειάρχου Αττικής- ευθύνη. Ούτε ο Βίλι Μπραντ γνώριζε –και στην αρχαία, προ Διαδικτύου εποχή του είχε και αντικειμενικά πολύ λιγότερες πιθανότητες να γνωρίζει- ότι ο συνεργάτης του Γκίντερ Γκιγιόμ ήταν κατάσκοπος των Ανατολικογερμανών. Αυτό δεν τον εμπόδισε να παραιτηθεί –θυμίζω: από καγκελάριος της Γερμανίας στο μεσουράνημα της δημοφιλίας του- χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Για όποιον επιλέγουμε σε δημόσιο αξίωμα, έχουμε ευθύνη ως λογοδοτούντες στο κοινωνικό σώμα και ασχέτως εάν γνωρίζαμε ή δεν γνωρίζαμε, αν ψάξαμε ή δεν ψάξαμε (παρεμπιπτόντως: επιλογή χωρίς λήψη υπόψη της εν γένει προσωπικότητας του επιλεγομένου σε δημόσιο αξίωμα βρίσκεται πολύ κοντά στην παράβαση καθήκοντος). Παραίτηση δεν σημαίνει φταίξιμο, ούτε ηθική αποδοκιμασία, ούτε συμμετοχή στο λόγο που την προκάλεσε, ούτε υποχώρηση στο αδηφάγο πλήθος. Στη δημοκρατία, σε συσχετισμό πάντα με τη σοβαρότητα των γεγονότων που αποκαλύφθηκαν, παραίτηση σημαίνει απλώς αντίληψη της ευθύνης που γεννούν δημόσια αξιώματα και δημόσιες πράξεις.
Και τρίτον, και τραυματικότερον, η χρήση της υπόθεσης για κομματική εκμετάλλευση. Άλλο η θεσμική και πολιτική επιχειρηματολογία, άλλο η ανάδειξη ευθυνών και ενδεχομένως παραλείψεων και άλλο η ισοπέδωση, η κομματικοποίηση, ο βούρκος. Η λογική «σας εξέθεσε ο δικός σας», απευθυνόμενη σε μια κυβέρνηση, σε μια παράταξη, σε μια ολόκληρη κοινωνία είναι βαθιά αντιδημοκρατική. Ο δε βούρκος οδηγεί εκεί που ξέρουμε ότι οδηγεί και που βλέπουμε ήδη μπροστά στα μάτια μας να οδηγεί: στην ανθρωποφαγία, τον εκχυδαϊσμό, τα γκαζάκια στα γραφεία βουλευτών και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στον τεχνητό διχασμό και τη συνειδητή προσπάθεια να συρθούμε πάλι όλοι –πολιτικό σύστημα και κοινωνικό σώμα- προς τα κάτω. Και να ματώσουμε από το ίδιο μας ή από αδερφικό χέρι. Άλλο όμως Κλυταιμνήστρα κι άλλο μοιρολογίστρα.