Θεσμογραφίες : Οι αποχρώσεις της λογικής
NEA , 20/02/21
Δημοκρατία σημαίνει ισορροπία και αποχρώσεις. Ακόμα και για τα «αυτονόητα», αφού ελάχιστες αποφάσεις που επηρεάζουν την ελευθερία του καθενός από εμάς δεν αγγίζουν ή δεν συγκρούονται με διαφορετικά συμφέροντα, επιθυμίες, αξιολογήσεις. Ισχύει, παρά τον επείγοντα και ειδικό χαρακτήρα της, και για την πανδημία: και εντός της πανδημίας τίποτα δεν είναι αυτονόητο, οι διαφορετικές απόψεις πρέπει να ακούγονται, οι τελικές σταθμίσεις να γίνονται με βάση την κοινή λογική, το νόμο, αλλά και την έλλειψη βεβαιοτήτων. Ισχύει και για εκείνους, στους οποίους ανήκω, που δεν αμφισβητούν τα διδάγματα της επιστήμης, ούτε θεωρούν πέραν του λογικού μέτρου τις περισσότερες από τις απαγορεύσεις που έχουν τεθεί και συνεχίζουν, ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, να εφαρμόζονται, στη χώρα μας και σε πολλές άλλες χώρες.
Δυο πρόσφατες σχετικές με την πανδημία εξελίξεις δικαιολογούν, πιστεύω, αυτές τις γενικότητες. Η πρώτη είναι μια απόφαση δικαστηρίου στην Ολλανδία που θεώρησε ότι το μέτρο απαγόρευσης εξόδου κατά τις νυκτερινές ώρες παραβίαζε το δικαίωμα ελεύθερης κίνησης των πολιτών και έπρεπε να ανακληθεί. Το δικαστήριο θεώρησε μεν ότι υπάρχει στο δίκαιο -και στην πραγματική ζωή, θα πρόσθετα- η έννοια των «έκτακτων συνθηκών», με βάση την οποία είναι αποδεκτές κάμψεις δικαιωμάτων και επιβολή κάποιων περιορισμών, μόνο που, στην προκείμενη περίπτωση, το «επείγον» και το «αναγκαίο» δεν αναδεικνύονταν, με βάση κυρίως το γεγονός ότι, κατά το πρώτο και ακόμα πιο σοβαρό κύμα της πανδημίας, δεν είχε επιβληθεί αντίστοιχος περιορισμός. Μη βιαστείτε να θεωρήσετε την απόφανση παράλογη, ακόμα κι αν σας φαίνεται λανθασμένη: η βασική λογική της, ότι κάθε περιορισμός δικαιώματος πρέπει να δικαιολογείται με ειδικό και όχι γενικό τρόπο, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και να είναι όσο πιο «στενός» γίνεται, αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. Άλλο η στάθμιση αγαθών -εδώ, μεταξύ προστασίας της υγείας και ελεύθερης κυκλοφορίας- και άλλο η διατήρηση εν ζωή, σε όλες τις περιστάσεις, του «περιορισμού των περιορισμών». Στην προκείμενη περίπτωση, η ολλανδική κυβέρνηση επιχειρηματολόγησε με βάση το γενικό συμφέρον και όχι τη δύναμη της να απαγορεύει, ζήτησε, και πήρε από ανώτερο δικαστήριο, αναστολή, μέχρι να κριθεί οριστικά η υπόθεση. Οι ειδικές συνθήκες έπαιξαν σίγουρα ρόλο: μια «κουλτούρα ελευθεριότητας» της κοινωνίας, μαζικές, σε κάποιες περιπτώσεις βίαιες, διαδηλώσεις πολιτών κατά των περιορισμών, μια κυβέρνηση υπό παραίτηση. Οι όποιες όμως συνθήκες δεν αφήνουν στο απυρόβλητο τη στάθμιση που έκανε το δικαστήριο: μια απαγόρευση λίγων ωρών για μείωση της διασποράς του ιού, εφόσον στηρίζεται σε ιατρικά ευρήματα, θεωρώ ότι δεν είναι δυσανάλογη, ούτε αναιρείται από το ότι δεν είχε επιβληθεί ακόμα πιο πριν. Παρ’ όλα αυτά, δεν υποτιμώ την υπόμνηση ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχει μαύρο-άσπρο και η ότι η επέμβαση στην ελευθερία δεν μπορεί ποτέ να γίνεται με ελαφριά καρδιά.
Το δεύτερο, και μάλλον αντίστροφο, παράδειγμα, το προσφέρει η συζήτηση περί «πιστοποιητικού εμβολιασμού». Στο ζήτημα αυτό, ασχέτως από πού προήλθε η πρόταση -από την ελληνική κυβέρνηση- και τι στόχους εξυπηρετεί -το άνοιγμα του ελληνικού τουρισμού-, βρίσκω ότι η αντίθεση ορισμένων ειδικών και άλλων κρατών-μελών ούτε ευσταθεί νομικά, ούτε υπηρετεί δημοκρατικές αρχές. Υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα του πιστοποιητικού θα είναι τα απολύτως απαραίτητα και ότι οι έννομες συνέπειες τους δεν θα είναι άλλες από αυτές που αναδεικνύει η ίδια η λέξη -θα πιστοποιούν αν συγκεκριμένο πρόσωπο έχει εμβολιαστεί ή όχι, ώστε να μην χρειάζεται άλλη απόδειξη- δεν βρίσκω σε τι θα αποτελούσε «φακέλωμα», ή σε τι θα διέφερε από άλλα πιστοποιητικά που ισχύουν σήμερα. Η πρόταση δεν συνεπάγεται «εξαναγκασμό σε εμβολιασμό» αλλά οδηγεί σε απόδειξη εμβολιασμού. Δεν δημιουργεί «πολίτες δύο κατηγοριών», απλώς αποτυπώνει μια πραγματικότητα, η οποία όχι μόνο διευκολύνει -ακριβώς στους αντίποδες της απαγόρευσης- τις μετακινήσεις, αλλά και συντελεί στο αίσθημα ασφάλειας. Οι αποχρώσεις πρέπει να λειτουργούν υπέρ της ελευθερίας, αλλά αμφίπλευρα και απροκατάληπτα.