Αντικατοπτρισμοί

ΤΑ ΝΕΑ - 4/11/2019
Στις ιδιαίτερα φιλόξενες για τις απόψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στήλες αυτής εδώ της εφημερίδας, δημοσιεύθηκε, το περασμένο Σαββατοκύριακο, άρθρο του πρώην Υπουργού και νυν συντονιστή της Επιτροπής Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Σταθάκη, με τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας». Το άρθρο έχει ως βασικό στόχο την ενόψει του επικείμενου Συνεδρίου του κόμματος υποστήριξη της άποψης ότι η εποχή του ριζοσπαστισμού και των πειραμάτων πέρασε. Όπως λέει ο συγγραφέας, «η σύγκλιση ιδεών και πολιτικών είναι η μεγάλη πρόκληση για ένα κόμμα εξουσίας», οι δε προκλήσεις που περιγράφονται -η προοπτική της οικονομίας υπό το βάρος της κλιματικής αλλαγής, η ενίσχυση της εξωστρέφειας, η αντιμετώπιση των ανισοτήτων, η εργασία που οφείλει να διασφαλίζει τη δίκαιη αμοιβή, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στους αναπτυξιακούς θεσμούς, τη χωροταξία, τη δημόσια διοίκηση και το κοινωνικό κράτος- αποτελούν κοινό τόπο για κάθε «κεντροαριστερό», «σοσιαλδημοκράτη» ή απλώς «προοδευτικό» (αν η λέξη διατηρεί κάποια έννοια) πολιτικό στέλεχος ή ψηφοφόρο.
Σε αυτά όλα θα μπορούσε λοιπόν να συμφωνήσει κάποιος και να ετοιμαστεί για το βήμα παραδοχής ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού το λέει ο συντονιστής του προγράμματός του, πράγματι αλλάζει, ότι πράγματι κάτι διδάχθηκε από την εμπειρία του στην εξουσία και ότι πράγματι εννοεί το άνοιγμα του προς άλλες, αποκομμένες από κάθε σταλινική προδιάθεση, δυνάμεις του ευρύτερου χώρου της «σύγχρονης Αριστεράς». Θα μπορούσε … εάν μπορούσε συγχρόνως να παραβλέψει τη συνήθεια, τη γονιδιακή ιδιότητα, του υποκριτικού λόγου που χαρακτηρίζει τα στελέχη της συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης και που, στο κείμενο στο οποίο αναφερόμαστε, προδίδεται από μια φράση.
Γράφει, σχεδόν παρεμπιπτόντως, ο αρθρογράφος για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: «διαχειριστήκαμε μεν το τρίτο Μνημόνιο, αλλά μέσω αμοιβαίων συμβιβασμών, με μέριμνα για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες, με χρηστή διαχείριση και με θετική εκ των πραγμάτων κατάληξη». Πέντε ψέματα/διαστρεβλώσεις σε μια μόνο φράση. Πρώτον, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν «διαχειρίστηκε», αλλά με ενέργειές της, συγγνωστές και ασύγγνωστες, πράξεις και παραλείψεις, όλες «εκ των πραγμάτων», όπως θα έλεγε και ο ίδιος, σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και της πορείας της χώρας προς τα μπροστά, προκάλεσε, έφερε, κατέστησε αναγκαίο ένα τρίτο Μνημόνιο, τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να ολοκληρώσει το δεύτερο και να απαλλαγεί οριστικά από κάθε τέτοιου είδους πλαίσιο επιτήρησης. Δεύτερον, η κυβέρνηση εκείνη δεν έκανε κανέναν «αμοιβαίο συμβιβασμό», αλλά σύρθηκε, υποταγμένη, μετά την κωλοτούμπα της ύστατης στιγμής, σε κάθε απαίτηση των εταίρων-δανειστών, ακόμα και σε αυτές που ήταν σκληρότερες από τις αντίστοιχες των προηγούμενων Μνημονίων. Τρίτον, η «μέριμνα για τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες» υπήρξε μόνο φραστική, καθώς τα νέα -αχρείαστα αν επικρατούσε η λογική, υποχρεωτικά από τη στιγμή της προσφυγής στο τρίτο Μνημόνιο- μέτρα λιτότητας έπληξαν κυρίως τα πιο αδύναμα στρώματα, στα οποία προσφέρθηκαν μόνο επιδοματικά ψίχουλα. Τέταρτον, το πιο κωμικό, αν δεν ήταν τραγικό, η «χρηστή διαχείριση» μιας κυβέρνησης που καταπάτησε με πρωτοφανή τρόπο το Κράτος Δικαίου, μπλέχτηκε, αν και φρέσκια στην εξουσία, σε αναρίθμητα σκάνδαλα προμηθειών, αναθέσεων, διασπάθησης δημοσίου χρήματος, επιλογών ανθρώπων χωρίς προσόντα και χωρίς ήθος σε σημαντικές δημόσιες θέσεις, κατασυκοφάντησης των αντιπάλων της και όλων των κριτικών φωνών, ηθικής και αισθητικής κατάπτωσης. Και πέμπτον, μια «θετική κατάληξη», που το αφήγημα τη συνδέει με την έξοδο από το τρίτο και αχρείαστο Μνημόνιο, «ξεχνώντας» τα επιπλέον χρέη, τα χαμένα χρόνια και ευκαιρίες για την πραγματική οικονομία, για το τραπεζικό σύστημα, για τις δομικές αλλαγές που τόσο συνεχίζεται να χρειάζεται το κράτος μας, την επιλογή του διχασμό και της ήσσονος προσπάθειας.
Ο φύσει και, ακόμη και γεωγραφικά, θέσει «αντι-πολάκης» αποδεικνύεται ως ένας, πιο πολιτισμένος, «πολακο-λόγος»: ο λόγος του καθρεφτίζει τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, τη χρήση της πολιτικής θεωρίας ως εργαλείου κομματικών κινήσεων, την προπαγάνδα είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Αυτό είναι το πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ -και σήμερα, στο κατώφλι της υποτιθέμενης «ανανέωσής» του.