Κριτική και «αυτοκριτική»

ΝΕΑ - 15-10-2019

Η αλαζονεία της εξουσίας, κι ας βρίσκεται πια το κόμμα στην αντιπολίτευση, και του τελευταίου εκλογικού αποτελέσματος, κι ας μην ήταν νικηφόρο, εμποδίζουν το ΣΥΡΙΖΑ από το να ασκήσει κριτική με ορθό λόγο αλλά και να προβεί σε αυτοκριτική με στοιχειωδώς καθαρτήριο χαρακτήρα. Και οι δύο ασκήσεις γίνονται σχεδόν από υποχρέωση, απλώς για να γίνουν: η κριτική στην κυβέρνηση για να δικαιολογηθεί ο θεσμικός, όχι όμως και βιωματικός, ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η δήθεν αυτοκριτική για να στηριχθεί το "αφήγημα" περί ανανέωσης. Κι έτσι αμφότερες αποπνέουν έναν αέρα υποκρισίας.

Δεν νοείται άξια του ονόματός της αυτοκριτική που να μη λαβαίνει υπόψη της τα δυο πιο βαριά γεγονότα της προηγούμενης πορείας: πρώτον, το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το μόνο κόμμα μετά την αντιπολίτευση που δεν ανανέωσε την πρώτη θητεία του στην εξουσία (η Νέα Δημοκρατία ξανακέρδισε τις εκλογές του 1977 μετά από εκείνες του 1974 κι αργότερα τις εκλογές του 2004 και του 2007, ενώ το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές του 1985 μετά την πρώτη νίκη του 1981 και, κατά την επάνοδο στην εξουσία, τις εκλογές του 1993, 1996 και 2000)' και δεύτερον, ότι την ήττα στις πρόσφατες εκλογές του Ιουλίου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την οφείλει στη συγκυρία ή σε συνωμοσία, αλλά στον τρόπο με τον οποίο κυβέρνησε.

Η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα στο κόμμα αυτό είναι φληναφήματα, όχι αυτοκριτική. Μια στοιχειωδώς έντιμη αυτοκριτική δεν θα ήταν δυνατόν να αφήσει ασχολίαστα και αδικαιολόγητα τα εξής τουλάχιστον γεγονότα:
- την επιλογή ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει με το κόμμα, και το πρόσωπο, του κυρίου Καμμένου
- την απόφαση να δοθούν, στην πρώτη και πιο κρίσιμη φάση της διακυβέρνησης, τα κλειδιά της οικονομικής πολιτικής στον κύριο Βαρουφάκη και οι συνέπειες αυτής της απόφασης για τη χώρα
- την επιλογή, αργότερα, να δημιουργηθούν υπερ-πλεονάσματα, που κατέπνιξαν την όποια πρόοδο είχε γίνει ως τότε και ανέστειλαν επ' αόριστον, δηλαδή ως το τέλος της θητείας εκείνης της κυβέρνησης, την ανάκαμψη
- την με καθαρά κομματικά κριτήρια άλωση του κράτους
- τη βαριά επιδείνωση της κατάστασης στους πιο κρίσιμους δημόσιους τομείς, της παιδείας και της υγείας
- την εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης και την υποβάθμιση του κράτους δικαίου (ούτε καν για την υπόσχεση που έδωσε στον Τούρκο πρόεδρο να του παραδώσει τους αιτήσαντες άσυλο στην Ελλάδα αξιωματικούς ζήτησε συγνώμη, έστω εκ των υστέρων, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην Πρωθυπουργός)
- το ότι ένα αντικειμενικά νέο στην εξουσία κόμμα, θεωρητικά μάλιστα και "αριστερό", δεν απέφυγε τα σκάνδαλα και τη διαφθορά (η σύγκριση με τους προκατόχους συζητείται), δεν κυβέρνησε με τους καλύτερους αλλά με τους πιο αδίσταχτους του χώρου, δεν προσπάθησε ποτέ να καλλιεργήσει συναίνεση για τα εθνικά θέματα
- ως προς τα αίτια, τέλος, της ήττας του, το ότι λάθεψε τελείως στο χειρισμό του Σκοπιανού, υποτίμησε υπερβολικά τις ικανότητες του σημερινού Πρωθυπουργού και την αντίληψη του ελληνικού λαού κι έπεσε τελείως έξω με την πρόταξη των ευρωεκλογών, που κατέστησαν μονόδρομο και τη διεξαγωγή και το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών.

Όταν, αντί γι' αυτά, ακούμε "αυτοκριτική" για πλημμελή προετοιμασία (αν οι επιδόσεις ήταν καλές, η προετοιμασία δεν θα είχε καμία σημασία), όχι πετυχημένη "επικοινωνία" (ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση στο μόνο τομέα στον οποίο ξεχώρισε, και συνεχίζει να ξεχωρίζει ως αντιπολίτευση, ήταν η προπαγάνδα), μη δημιουργία ισχυρών "πυρήνων στήριξης" (τη διαιώνιση, πέρα από την άλωση, της εξουσίας να υπονοούν άραγε οι του ΣΥΡΙΖΑ;), όταν η μόνη συζήτηση περί "αλλαγής" περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπο του γραμματέα και τον τίτλο του κόμματος, τότε καταλαβαίνουμε γιατί η "αυτοκριτική" είναι στην πραγματικότητα μη αποδοχή της πραγματικότητας. Και γιατί η κριτική στην κυβέρνηση είναι τόσο αναποτελεσματική, αφού το μόνο που κάνει είναι να θυμίζει στο κοινωνικό σώμα τη μεταξύ τους ποιοτική διαφορά.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s