Πόθεν ή δήθεν;
ΤΑ ΝΕΑ, 27-9-2019
Κάθε χρόνο, ή κάθε λίγα χρόνια, το φιλοθεάμον κοινό τρέφεται με νούμερα και οικόπεδα και αυτοκίνητα και καταθέσεις των εκπροσώπων του στη Βουλή. Δεν είναι παράλογο το ενδιαφέρον που προκαλείται –οι βουλευτές είναι και αυτοί άνθρωποι και η ενασχόληση των υπολοίπων ανθρώπων με προσωπικά ζητήματα των πολιτικών είναι όχι μόνο παγκόσμιο σπορ αλλά και ένα είδος άτυπης ρεβάνς για την επιρροή που ασκούν, συχνά ερήμην μας, στη ζωή μας. Αν, όμως μείνουμε, όπως συνήθως μένουμε, μόνον στο επιθεωρησιακόν του πράγματος, χάνουμε την ευκαιρία να σκεφτούμε γύρω από έναν διαδεδομένο αλλά όχι αδιαμφισβήτητο θεσμό και, κυρίως, γύρω από το μείζον ζήτημα της σχέσης πολιτικής και ηθικής.
Το «πόθεν έσχες» είναι σχετικά πρόσφατη κατάκτηση του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Συνδέεται με ένα αρνητικό και ένα θετικό φαινόμενο. Το αρνητικό είναι η πραγματική αύξηση, ή ανάδυση, των κρουσμάτων αθέμιτης συμπεριφοράς ή πρακτικών αρκετών μελών της πολιτικής τάξης με στόχο αποκομιδή οικονομικού οφέλους, το γενικώς αποκαλούμενο φαινόμενο «διαφθοράς». Το θετικό είναι ότι το αίτημα ηθικοποίησης της πολιτικής ζωής κατέστη και στη χώρα μας τόσο ισχυρό ώστε ανάγκασε την πολιτική τάξη να πάρει μέτρα, κατασταλτικά αλλά και προληπτικά, με κύριο ανάμεσα στα τελευταία την καθιέρωση του «πόθεν έσχες», που ξεκινά αλλά δεν σταματά σε πολιτικά πρόσωπα. Βασικό ζητούμενο βέβαια είναι το αίτημα αυτό, και οι μηχανισμοί που τίθενται στην υπηρεσία του, να μη σταματούν στο καθαρά τυπικό στοιχείο, να αποκαλύπτουν και να μη συγκαλύπτουν, να διαμορφώνουν ηθικότερες συμπεριφορές εκ μέρους των δημοσίων προσώπων και όχι πιο ευφάνταστους τρόπους για την αποφυγή λογοδοσίας.
Το «πόθεν έσχες» είναι απαραίτητο, για λόγους συμβολισμού κυρίως, αλλά επ’ ουδενί αρκετό. Αν υπάρχει για να νομίζει το κοινωνικό σώμα ότι με τη δημοσιοποίηση οικονομικών στοιχείων των πολιτικών λύνεται το πρόβλημα της «διαφθοράς», τότε είναι αντιπαραγωγικό. Αν αποτελεί ένα πρώτο βήμα οφειλόμενης λογοδοσίας, με πλήρη συνειδητοποίηση ότι δεν πρόκειται για ανακριτική διαδικασία και ότι τα πολιτικά πρόσωπα δεν είναι εκ προοιμίου ύποπτα, ούτε καν επιρρεπή, για διάπραξη παράνομων οικονομικών πράξεων, και αν συναντά όχι μόνο την αποδοχή των πολιτικών αλλά και τη διάθεσή τους να δείξουν ότι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν, τότε θα μπορούσε να έχει χρησιμότητα.
Για να έχει όμως και ένα μίνιμουμ αποτελεσματικότητας, για να μην είναι μόνο σύμβολο, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να γίνει ένα ακόμη βήμα: ο έλεγχος να ανατεθεί σε δικαστικό σχηματισμό, ή σε κάποια ανεξάρτητη αρχή. Μακριά από το λαϊκισμό του «είστε όλου κλέφτες» και «δεν πιστεύουμε κανέναν σας», κάτι τέτοιο θα ενδυνάμωνε και την παιδαγωγική λειτουργία και τη θεσμική δυναμική του συγκεκριμένου μέτρου.