Το σχόλιο της εβδομάδας: Απέξω κι από μέσα
ECONOMICO 26/11/2022,
Διφυή και δισυπόστατα, όπως σχεδόν πάντα τον τελευταίο καιρό, τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία, που κινείται, όπως και οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές, σε λεπτό σκοινί.
Από την πρώτη «μεταπρογραμματική έκθεση» της Επιτροπής για την Ελλάδα, το ειδικό πόρισμα για τις «μακροοικονομικές ισορροπίες», τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ και του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθώς και από την αίσθηση που αναδεικνύει η εμπειρική πραγματικότητα, διαμορφώνεται η ακόλουθη εικόνα:
- Έχει συντελεστεί πρόοδος στο δημοσιονομικό και στο φορολογικό πεδίο (είσπραξη, όχι εξορθολογισμός), καθώς και στην τραπεζική κερδοφορία, λόγω επιστροφής καταθέσεων. Είναι σημαντική η στηριγμένα σε αυτά τα γεγονότα, και παρά κάποιες καθυστερήσεις σε «μεταμνημονιακές» υποχρεώσεις, εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, καθώς και η (μικρή) ελάφρυνση του χρέους από τη διαγραφή του επιτοκιακού περιθωρίου, ενώ το ζήτημα της ανάκτησης επενδυτικής βαθμίδας παραμένει εκκρεμές αλλά διόλου κλειστό. (Επαν)εμφανίστηκαν όμως, ως πρόβλημα πρώτης γραμμής, τα «κόκκινα δάνεια», λόγω των ευρύτερων προβλημάτων και της αστάθειας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
- Έχει βελτιωθεί (αρχίζοντας βέβαια από αρκετά έως πολύ χαμηλά) το επενδυτικό προφίλ της χώρας: αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και προσδοκία περαιτέρω αύξησης το 2023, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αλλά και της απορρόφησης πόρων από το «ταμείο ανάκαμψης» της ΕΕ, αύξηση επίσης των άμεσων ξένων επενδύσεων και βελτίωση της ποιότητας τους. Μεγάλη διαφορά, ωστόσο, μεταξύ των προβλέψεων του προϋπολογισμού (αύξηση 15,5% για το 2023) και των αντίστοιχων υπολογισμών του ΟΟΣΑ (αύξηση 2,7%).
- Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη, με πτωτική όμως πορεία (μείωση κατά 12 μονάδες το 2021 και πρόβλεψη για περαιτέρω μείωση και για το 2022 και για το 2023) και σχετικά καλό «προφίλ», καθώς βρίσκεται στα χέρια «επίσημων», οιονεί δημόσιων, δανειστών και με καλά επιτόκια. Έτσι, ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται βραχυπρόθεσμα μικρός και μεσοπρόθεσμα μέτριος. Βέβαια, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, ιδίως στο βαθμό που θα συνεχιστεί και θα δημιουργήσει μια νέα «κανονικότητα» -στην πραγματικότητα, όπως και σε όλα τα πεδία της «οικονομίας της κρίσης, θα πρόκειται για «θεσμοποιημένη μη κανονικότητα»-, θα επηρεάσει αρνητικά το ιδιωτικό χρέος, το οποίο τείνουμε, αλλά δεν θα έπρεπε, να αγνοούμε.
- Ο πληθωρισμός, λίγο κάτω από το 10%, είναι υψηλός αλλά χαμηλότερος από μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η επίδραση του, όμως, στις τιμές και στην ψυχολογία, είναι ιδιαίτερη σημαντική, δεδομένου και του ότι η Ελλάδα κλείνει δέκα χρόνια σχεδόν αδιάλειπτων οικονομικών κρίσεων και απαίτησης θυσιών από τους πολίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι ακρίβεια, πλειστηριασμοί και κόκκινα δάνεια αξιολογούνται ως τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα.
- Στο κρίσιμο πεδίο στήριξης της κοινωνίας, το κόστος των μέτρων που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα υπήρξε –από κυβέρνηση που κάποιοι επιμένουν να χαρακτηρίζουν «νεοφιλελεύθερη»- το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (για «γενναιότητα» κάνει λόγο ο ΟΟΣΑ). Όμως, σύμφωνα και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με τον ΟΟΣΑ, τα περισσότερα από τα μέτρα δεν ήταν στοχευμένα αλλά «οριζόντια» κι έτσι δεν βελτίωσαν στο βαθμό που θα ήταν δυνατό τη θέση των πιο ευάλωτων. Επίσης, αμφίβολη, παρά το ότι οι ξένοι «βαθμολογητές» φαίνονται ικανοποιημένοι, είναι, κατά τη γνώμη μου, η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων, καθώς δεν έφερε τις απαραίτητες αναβαθμίσεις στις υπηρεσίες του κράτους και στα βασικά δημόσια αγαθά (υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη).
- Μακροοικονομικά, και διεθνώς και στο εσωτερικό, οι εξελίξεις αναμένονται μάλλον δυσοίωνες: συνέχιση με αβέβαιο ορίζοντα του πολέμου στην Ουκρανία, μη επίλυση του πληθωριστικού και ενεργειακού προβλήματος, δυσκολία λήψης αποφάσεων και, στην Ελλάδα, κάμψη της κυβερνητικής σοβαρότητας λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών, εκλογική χρονιά με πιθανότατες διπλές εκλογές, πολωμένο κλίμα και ίσως δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης. Κλειδί η αντίσταση, στο δύσκολο αυτό διάστημα, στην πρόκληση παροχών και υποσχέσεων χωρίς αντίκρισμα. Οι ελπίδες για εθνική συνεννόηση στα βασικά, ανάμεσα στα οποία θα έπρεπε ασφαλώς να ανήκει και η οικονομία, κινούνται στο χώρο του μη ρεαλιστικού.
Κώστας Μποτόπουλος