Δαβίδ και Γολιάθ
NEA, 20/01/21
Η αντιμετώπιση εκ των έσω απειλής κατά της δημοκρατίας στην Ελλάδα του Μνημονίου και στις ΗΠΑ του Τραμπ έχει περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες.
Στην Ελλάδα η αντίδραση, σταδιακή αλλά από ένα σημείο και πέρα μαζική, στράφηκε συλλήβδην κατά του πολιτικού και κομματικού συστήματος, με επίκεντρο την οικονομική κατάρρευση. Την επέλευση της κατάρρευσης οι ηγεσίες της εποχής τη γνώριζαν (ενημέρωση του τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στους πολιτικούς αρχηγούς πριν από τις εκλογές του 2009, γκρέμισμα του «τείχους της σιωπής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί τα στατιστικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας), ενώ το κοινωνικό σώμα δεν την υποπτευόταν. Το γεγονός αυτό εξηγεί τη σχετικά βραδυφλεγή κοινωνική αντίδραση -το «πρώτο ευρωπαϊκό πακέτο βοήθειας», στις 25 Μαρτίου 2010, καθώς και η επισημοποίηση της εισόδου στην εποχή των Μνημονίων, με την πρωθυπουργική «διακήρυξη του Καστελλόριζου», στις 23 Απριλίου 2010, δεν συνοδεύτηκαν από μεγάλες διαμαρτυρίες, ενώ το τότε κυβερνών κόμμα κέρδισε καθαρά τις τοπικές εκλογές, στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Αλλά και φωτίζει το σφοδρό λαϊκό ξέσπασμα, όταν οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος, βγαίνοντας στην επιφάνεια, συνέπεσαν με σκλήρυνση της λιτότητας: το 2011 ήταν η χρονιά των «πλατειών των αγανακτισμένων» και της αρχής μετατροπής της αντισυστημικής οργής σε κυβερνητική πρόταση μέσω του ΣΥΡΙΖΑ. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εγγενή καχυποψία έναντι ενός ολόκληρου συστήματος, που μπορεί να παρέμενε τυπικά δημοκρατικό, είχε επιτρέψει όμως να οδηγηθεί η χώρα σε τέτοια παρακμή. Τη στάση αυτή όχι μόνο δεν την απέρριψε, αλλά την αντάμειψε, στις κάλπες αλλά και ως αίσθημα, η ελληνική κοινωνία, χωρίς, στην αρχή, να ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι η «κυβέρνηση της ανατροπής» διέθετε και άλλα δύο χαρακτηριστικά, που θα δοκίμαζαν ακόμα περισσότερο τις δημοκρατικές αντοχές: παλαιοκομμουνιστική αντίληψη για το ρόλο («κατάληψη») της εξουσίας και πλήρη έλλειψη προετοιμασίας για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το «φαινόμενο Τραμπ» δεν γεννήθηκε, και πάντως δεν κέρδισε την εξουσία, λόγω μιας εμφανούς κρίσης –αντίθετα, στην οκταετία Ομπάμα, πρώτα διασώθηκε η αμερικανική οικονομία με το «πακέτο» του 2009, που καμία ρεπουμπλικανική ηγεσία δεν θα είχε πάρει, και ύστερα επεκτάθηκε η παραγωγική της βάση. Το κινούν αίτιο, πέρα από την ώθηση της συγκυρίας -ταύτιση στα μάτια του «μέσου Αμερικανού» της Χίλαρι Κλίντον με τις διεφθαρμένες ελίτ, υποδαύλιση, στο παρά πέντε των εκλογών, από το Διοικητή του FBI, των υποψιών για παράνομη χρήση του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου- είχε περισσότερο διάχυτα πολιτιστικά, παρά εστιασμένα πολιτικο-οικονομικά, χαρακτηριστικά. Ο μύθος μιας Αμερικής σε παρακμή συναντήθηκε με την πραγματικότητα της αύξησης των ανισοτήτων και της «απογοήτευσης» από έναν έντιμο, σοβαρό, ψύχραιμο και δημοκράτη Πρόεδρο σαν τον Ομπάμα, που δεν άλλαξε όμως τη ζωή στην Αμερική, ούτε καν στην Ουάσινγκτον. Και ο μύθος ενός «αυτοδημιούργητου νικητή» όπως ο Τραμπ, κι ας ήταν ένας εκατομμυριούχος εκ κληρονομίας και μέσω χρεοκοπιών, έδεσε με την πραγματικότητα της διχοτόμησης μεταξύ της Αμερικής των πόλεων, της μόρφωσης και της ευμάρειας και της Αμερικής των αποκομμένων κωμοπόλεων, της ημιμάθειας και των όπλων. Οι δυο αυτές συναντήσεις, που προϋπήρχαν του Τραμπ αλλά τις ενσάρκωσε ο Τραμπ, και που πριν έρθει στην εξουσία ο Τραμπ τις λέγαμε «κοινωνική πραγματικότητα» και όχι «λαϊκισμό», επέτρεψαν, χωρίς αιματοχυσία, χωρίς καν αντίσταση, την είσοδο στο Λευκό Οίκο ενός τέτοιου ανθρώπου.
Ο λαϊκισμός της εποχής των Μνημονίων είχε ήδη, πριν έρθει στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτηριστικά δημοκρατικής αποδόμησης, τα οποία προσπάθησε να υλοποιήσει, με όσες δυνάμεις είχε –και δεν είχε πολλές, πέρα από την αρχική λαϊκή στήριξη- το νέο «αντισυστημικό», «ριζοσπαστικό» κόμμα εξουσίας: σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς πλάνο και υπολογισμό των συσχετισμών δυνάμεων, «κωλοτούμπα» σε σχέση με την Ευρώπη και τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, «γλύκαμα» από την εξουσία, καθώς οδηγούσε σε κομματικά και προσωπικά οφέλη μπροστά στα οποία «αστικές» τυπικότητες όπως το Σύνταγμα, οι θεσμοί, η δημοκρατία, δεν ζύγιζαν και πολύ. Η δημοκρατία απειλήθηκε στην ελληνική περίπτωση, όχι από τον «αντισυστημισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, που στο κάτω-κάτω ανταποκρινόταν σε ένα διάχυτο κοινωνικό αίτημα, αλλά από την προχειρότητα του, το χαμηλό επίπεδο των προσώπων, την ανακάλυψη της εξουσίας ως προνομίου -να η πραγματική της «κατάληψη». Και δεν οδήγησε, για να είμαστε δίκαιοι, σε κατάλυση ή σε κίνδυνο πραγματικής κατάλυσης, και για κοινωνιολογικούς και για πολιτικούς λόγους: η κυβέρνηση έκαμψε τους θεσμούς αλλά δεν τους άλωσε, και γιατί δεν μπόρεσε/θέλησε αλλά και γιατί δεν βρήκε κοινωνικό στήριγμα να το πράξει.
Αντίθετα, ο Τραμπ –και αυτό είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό της αμερικανικής περίπτωσης- όχι μόνο δεν έκρυψε την επιθυμία κατάλυσης της δημοκρατίας, καθώς και της αλήθειας, της αξιοπρέπειας και κάθε στοιχείου που νομιμοποιεί τη δημοκρατία, αλλά και διέθετε, στα τριάμισι τέταρτα της θητείας του, σιωπηρή ή ρητή υποστήριξη να δράσει έτσι: από την πλήρη συνθηκολόγηση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, το δόγμα της «οικονομικής ανόρθωσης» που είχε, ως την πανδημία, κυριαρχήσει, ως τη διατήρηση της πλειοψηφίας στη Γερουσία στις ενδιάμεσες εκλογές, την απώθηση του πρώτου impeachment χωρίς απώλεια δημοφιλίας, την είσοδο ως φαβορί στην τελική ευθεία των εκλογών. Αν δεν ερχόταν ο συνδυασμός πανδημίας και κύματος φυλετικής βίας, ο άνθρωπος αυτός που, και λόγω προεδρικού συστήματος, είχε εκθεμελιώσει το κράτος δικαίου, πιθανόν και να επανεκλεγόταν. Γι’ αυτό τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου δεν «ξεπεράστηκαν» την 7η Ιανουαρίου και γι’ αυτό η ανορθωτική προσπάθεια στις ΗΠΑ θα είναι πολύ επώδυνη, και πολύ αβέβαιη.
Τελικά, η «μικρή» Ελλάδα αντιμετώπισε καλύτερα τον αντισυστημικό λαϊκισμό, που η ίδια εξέθρεψε, από ό,τι η «μεγάλη» αμερικανική δημοκρατία τον αυταρχικό λαϊκισμό, που αποτελεί εγγενή τάση της. Εφησυχασμός, πάντως, δεν χωρεί ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση.