Η πρώην αμερικανική Δημοκρατία

NEA, 9/01/2021

Όσοι νόμισαν ότι η μάχη για την ψυχή της αμερικανικής, και της παγκόσμιας, δημοκρατίας κρίθηκε με την ήττα του Τραμπ στις κάλπες, θα πρέπει γρήγορα να κατάλαβαν ότι βιάστηκαν. Έξω έπεσαν όμως κι εκείνοι που θεώρησαν «απίστευτη» τη μετατροπή της αμερικανικής ημι-δημοκρατίας, όπως είχε καταντήσει επί Τραμπ, σε μη δημοκρατία, με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Η στιγμή αυτή προετοιμαζόταν, μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας, τους τελευταίους δύο μήνες.
Στις 3 Νοεμβρίου ο Μπάιντεν κέρδισε την προεδρική εκλογή με διαφορά που τελικώς έφτασε τα 7 εκατομμύρια ψήφους και με 306 εκλέκτορες έναντι 232. Ο Τραμπ αρνήθηκε την ήττα του, οι ψήφοι μετρήθηκαν και ξαναμετρήθηκαν, οι δικαστικές προσφυγές εξαντλήθηκαν χωρίς καμία να ευοδωθεί και, στις 14 Δεκεμβρίου, το Κολέγιο των Εκλεκτόρων αναγνώρισε επίσημα το αποτέλεσμα και το νέο Πρόεδρο. Αν τα πράγματα είχαν τελειώσει εδώ, ο Τραμπ θα είχε δείξει απλώς κακή θέληση και την αντιδημοκρατική συμπεριφορά που χαρακτήρισε όλη τη θητεία του: δεν συνεργάστηκε με την ομάδα του νέου προέδρου, συνέχισε να διορίζει σκληροπυρηνικούς οπαδούς του σε καίριες θέσεις, να λέει χοντρά ψέματα και να εξαγριώνει τα πλήθη.
Ο Ρουβίκωνας προσεγγίστηκε και, τελικά, ξεπεράστηκε στο πρώτο δεκαήμερο του 2021. 13 Ρεπουμπλικανοί Γερουσιαστές, στους οποίους δεν συμπεριλαμβανόταν ο επικεφαλής τους Μιτς Μακ Κόνελ, αλλά των οποίων ηγούνταν ο χειρότερος του Τραμπ σε χαρακτήρα και ακροδεξιά αισθήματα Τεντ Κρουζ, ανακοίνωσαν ότι δεν θα αποδέχονταν τη νομιμότητα της εκλογής Μπάιντεν. 10 πρώην Υπουργοί Άμυνας, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί, συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου που κατείχε τη θέση επί Τραμπ, απηύθυναν δημόσια έκκληση-προειδοποίηση στον απερχόμενο Πρόεδρο να μη χρησιμοποιήσει το στρατό για τους πολιτικούς του σκοπούς και να πάψει να υποδαυλίζει την ένοπλη βία. Ο ίδιος ο Τραμπ «πιάστηκε» να ζητά από αξιωματούχο της Τζόρτζια να του βρει τις περίπου 12.000 ψήφους που του «έλειπαν» για να κερδίσει, κατόπιν εορτής, μια Πολιτεία που είχε χάσει στην κάλπη. Στις δυο αναμετρήσεις «δεύτερου γύρου» στην ίδια Πολιτεία, τη Τζόρτζια, κέρδισαν οι δυο Δημοκρατικοί υποψήφιοι, εξασφαλίζοντας έτσι μια οριακή πλειοψηφία υπέρ του Μπάιντεν στη Γερουσία. Την ίδια μέρα, στις 6 Ιανουαρίου, ο Τραμπ όχι μόνο μίλησε εμπρηστικά στους συγκεντρωμένους οπαδούς του, όχι μόνο ζήτησε από τον πιστό ως τότε Αντιπρόεδρό του να μην επικυρώσει, στην τυπική ενώπιον του Κογκρέσου διαδικασία, το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και έδωσε το πράσινο φως για επίθεση στο Καπιτώλιο.
Το ερώτημα αν, μετά από αυτά, η Αμερική παραμένει δημοκρατία, είναι πλέον ρητορικό: δεν υπάρχει δημοκρατία όταν ένοπλοι εισβάλλουν στη Βουλή, όταν οι «δυνάμεις της τάξης» δεν μπορούν, γιατί προφανώς δεν θέλουν, να τους σταματήσουν, όταν οι βουλευτές φυγαδεύονται αντί να ψηφίσουν, όταν έξαλλα στίφη εισβάλλουν στο «ναό της δημοκρατίας» και κάθονται στα έδρανα των «εκπροσώπων του λαού», όταν άνθρωποι πέφτουν νεκροί δίπλα σε αυτά τα έδρανα και όταν αυτός που τα προκάλεσε όλα επιμένει ότι «θριάμβευσε» στις εκλογές κι αποκαλεί τους εισβολείς «ήρωες». Το γιατί συνέβη η κατάλυση είναι επίσης ανατριχιαστικά καθαρό. Επί χρόνια, και σίγουρα τους τελευταίους δύο μήνες, και με επίσημη αναγγελία τις τελευταίες δέκα μέρες, πολιτικό σύστημα και κοινωνία έβλεπαν την απειλή να έρχεται καταπάνω τους και κρύβονταν πίσω από το «δεν γίνονται αυτά εδώ». Όπως στον προ δύο αιώνων αμερικανικό εμφύλιο, στον ισπανικό και τον ελληνικό του περασμένου αιώνα, τον πρώτο και το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή η κατάσταση έχει δυο δρόμους μπροστά της: είτε τη γενίκευση μιας εσωτερικής σύρραξης, είτε την αργή και δύσκολη ανασύσταση της συνταγματικής δημοκρατίας, που τυπικά ξαναπήρε μπροστά με την επικύρωση του νέου προέδρου από το Κογκρέσο μόλις έληξε η εισβολή. Όμως ο βαθύς πολιτικός, κοινωνικός και κυρίως πολιτιστικός διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας, ένα απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό πολιτικό σύστημα, η σπορά της βίας και η εξαιρετικά εκτεταμένη οπλοκατοχή, η έλλειψη εμπνευσμένης ηγεσίας -λυπάμαι που το λέω, γιατί είναι δημοκράτης, ανθρώπινος και άξιος νικητής, αλλά ο Τζό Μπάιντεν στις 6 Ιανουαρίου έμοιαζε με φοβισμένο γεροντάκι-, η περαιτέρω έξαψη των πνευμάτων με την αναπόφευκτη δίωξη του Τραμπ για έσχατη προδοσία, όλα αυτά δεν προοιωνίζονται τίποτα καλό. Δεν υπάρχει ωστόσο εναλλακτική για τις δυνάμεις της δημοκρατίας από το να δώσουν τον αγώνα -της επιβίωσης, πλέον, όχι της εξύψωσης.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s