Θεσμογραφίες : Si, se puede (Ναι, γίνεται)

ΝΕΑ, 5/12/20
Ένα από τα συνηθέστερα τιθέμενα «ζητήματα δημοκρατίας», ιδίως σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατεξοχήν δε σε εποχές κρίσης, έχει να κάνει με την έλλειψη εναλλακτικών. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη αλλά μάλλον επιφανειακή «θεωρία», το τίμημα που υποχρεώνονται να πληρώσουν όλες οι χώρες, και όλες οι κυβερνήσεις, για τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολλώ μάλλον για την πρόσληψη πόρων σε καταστάσεις ανάγκης, είναι να απεμπολήσουν την «εθνική τους κυριαρχία» -το μοίρασμα, ωστόσο, της οποίας είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην Ένωση- και πάντως τη δυνατότητα «εθνικών επιλογών». Να όμως που αυτό δεν ισχύει, και πάντως δεν είναι απόλυτο, όπως αποδεικνύουν πρόσφατοι χειρισμοί της ισπανικής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση Σάντσεθ-Ιγλέσιας προήλθε εξ ανάγκης, μετά από δύο «άκαρπες» και με παραπλήσια αποτελέσματα εκλογικές αναμετρήσεις. Με 155 στις 350 έδρες δεν διαθέτει πλειοψηφία στη Βουλή και πήρε οριακά ψήφο εμπιστοσύνης εξαιτίας της συνταγματικής πρόβλεψης η αποχή να προσμετράται ως σιωπηρή συναίνεση. Παρά την ισχνή της κοινοβουλευτική στήριξη και τις αρχικές δυσκολίες συνύπαρξης μεταξύ Σοσιαλιστών και Podemos, η κυβέρνηση ξεκίνησε με πραγματικά ρεφορμιστικές φιλοδοξίες –αλλά σε πολύ πιο ρεαλιστικό και «τεχνοκρατικό» πλαίσιο σε σχέση με κυβερνήσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τα όποια σχέδια, και γενικώς τα φτερά, έκοψε η πανδημία, που χτύπησε την Ισπανία, και λόγω καθυστέρησης οφειλόμενης σε μακρές ενδοκυβερνητικές διαπραγματεύσεις, χειρότερα από κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Η κυβέρνηση Σάντσεθ πρωταγωνίστησε στη διαμόρφωση του «ευρωπαϊκού πακέτου ανάκαμψης» και η Ισπανία βγήκε από την τελική συμφωνία ως η χώρα που θα πάρει τη μεγαλύτερη βοήθεια: 140 δισεκατομμύρια ευρώ, 70 ως «ενίσχυση» και 70 ως δάνειο. Με την υγειονομική κατάσταση να συνεχίζει να είναι δραματική, τις επίσημες προβλέψεις να κάνουν λόγο για ύφεση κοντά στο 13% το 2020 και το «πακέτο ανάκαμψης» να μένει κολλημένο λόγω των ουγγρο-πολωνικών αντιρρήσεων στο πεδίο του κράτους δικαίου, ο φετινός προϋπολογισμός θα αποτελούσε, ούτως ή άλλως, την ώρα της κρίσης για την Ισπανία.
Στην ώρα αυτή, η ισπανική κυβέρνηση απάντησε με τόλμη, και πάντως σίγουρα με επιλογές «εκτός κουτιού». Πρώτον, συμπεριέλαβε στον προϋπολογισμό του 2021 27 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία προτίθεται να ζητήσει ως «προκαταβολή των επιδοτήσεων» που έχει λαμβάνειν από την Ένωση. Δεύτερον και κυριότερον, διαμόρφωσε έναν προϋπολογισμό εντελώς διαφορετικής –«αριστερόστροφης» και πάντως σίγουρα ενισχυτικής του κράτους πρόνοιας- λογικής: το σύνολο των πόρων από το ταμείο ανάκαμψης θα διοχετευθεί σε 30 έργα και πρωτοβουλίες, όλα συνδεόμενα με τους τομείς της υγείας, της ψηφιοποίησης, της καθαρής ενέργειας, των υποδομών, της Παιδείας, της έρευνας και της βοήθειας προς τους αναγκαιούντες. Αύξηση του «βάρους» του κοινωνικού κράτους κατά 10% και αύξηση των φόρων για τις μεγάλες εταιρίες και τους πολύ πλούσιους κατά 30% αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της νέας λογικής. Βέβαια, για να επιτύχει την υπερψήφιση ενός τέτοιου προϋπολογισμού, που όπως είναι λογικό ξεσήκωσε από μόνος του θύελλα αντιδράσεων από την κεντροδεξιά και άκρα δεξιά αντιπολίτευση, η κυβέρνηση κατέφυγε –από ανάγκη ή πολιτική τακτική- σχεδόν στο σύνολο των αυτονομιστικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, και ιδίως στις δύο μεγαλύτερες: την Ισπανική Καταλανική Αριστερά και τη βασκική EΗ Bildu, πολιτική συνέχεια, για κάποιους, της ΕΤΑ. Στις φωνές για «αριστερό προϋπολογισμό», προστέθηκαν οι οιμωγές για «συνθηκολόγηση στους αυτονομιστές». Μια νέα όμως πλειοψηφία διαμορφώθηκε και άλλα εργαλεία δόθηκαν στο Κράτος –που θα κριθούν, και τα δύο, στη δοκιμασία της πράξης.
Η Δημοκρατία δεν είναι ποτέ απλή. Αλλά ούτε έχει αδιέξοδα. Κι όταν δίνει, ή ψάχνει, ευφάνταστες λύσεις, δεν είναι και βαρετή.