Μνήμη και λήθη

ΝΕΑ, 28/11/20
Για την Καιτούλα
Η Δημοκρατία βασίζεται στη μνήμη αλλά προχωρά μέσα και από τη λήθη. Η μνήμη, γεγονότων ή καταστάσεων, εστιασμένη ή διάχυτη, οδηγεί τους λαούς να κάνουν επιλογές και τους ηγέτες, ιδίως τους πραγματικούς ηγέτες, να διαμορφώνουν αποφάσεις. Η λήθη επουλώνει πληγές, επιτρέπει τη συνεχή διεκδίκηση μιας προόδου που μονίμως διαψεύδεται, σπρώχνει την εγγενώς ατελή συλλογική ζωή, άρα και τη Δημοκρατία, προς τα μπροστά. Η αλληλεπίδραση τους είναι ανθρώπινη και είναι θετική –αρκεί η μνήμη να μην οδηγεί σε μύθους που κρύβουν και σε δόγματα που εμποδίζουν και η λήθη να μη λειτουργεί σε βάρος της δράσης και της αλήθειας.
Τα σκέπτομαι αυτά καθώς πλησιάζουμε στο τέλος μιας χρονιάς πυκνής και βαριάς σα δεκαετία. Θα σταθώ σε μερικά πρόσφατα διεθνή και ελληνικά γεγονότα, που τιμούν ή παραποιούν τη μνήμη και που μας πληγώνουν μέσα από τη λήθη.
Η επίκληση, επ’ αφορμή των περιοριστικών λόγω κορωνοϊού μέτρων και ειδικώς της απαγόρευσης συγκεντρώσεων για τον φετινό εορτασμό του Πολυτεχνείου, «κυβερνητικής αυταρχικότητας», ακόμα και παρομοιώσεων με «εποχές χούντας», αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, κλασική, και μάλιστα συνειδητή, παραποίηση μνήμης. Όσοι έχουμε, από κοντά ή από μακριά, βιωματικά ή από διαβάσματα, μια αίσθηση του τι συνιστά «χούντα» -ξεκινώντας από τη δική μας, του 1967-1974- και όσοι επίσης, ως επιστήμονες ή ως πολίτες, δώσουμε δυο λεπτά στον εαυτό μας να αναλογιστεί τι εστί «αυταρχισμός» -στη θεωρία, στην Ιστορία, αλλά και σήμερα, μπροστά στα μάτια μας, σε άλλες χώρες- δεν μπορούμε παρά να μένουμε ενεοί, και έμφοβοι, μπροστά στην ευκολία, και τη σχεδόν εγκληματική ελαφρότητα, χρήσης του όρου για μια δημοκρατική διακυβέρνηση υπό κατάσταση έκτακτης υγειονομικής ανάγκης. Όποιοι έκαναν αυτό το άλμα δεν εξέθεσαν μόνο τους εαυτούς τους, ιδίως αν οι αναφορές προέρχονταν από εκείνους που, σε μια πολύ κοντινή περίοδο, είχαν προβεί σε πραγματικές εκδηλώσεις κατάχρησης εξουσίας.
Σκέφτομαι πώς είναι δυνατό να «ξεχνάμε» τόσο εύκολα την προηγούμενη περίοδο διακυβέρνησης, πώς μπορούν κάποιοι να καμώνονται πως δεν υπήρξε, πως δεν μας έμαθε τίποτα, και να «διεκδικούν», σήμερα, σε ένα άλλον εντελώς διαφορετικό κόσμο, τα ίδια δήθεν «Αριστερά» πράγματα με τα ίδια ξεπερασμένα από τη πράξη συνθήματα. Και καλά οι επαγγελματίες της πολιτικής, όσοι έκαναν ή χρωστούν την καριέρα τους στην προηγούμενη ομάδα εξουσίας ή/και ελπίζουν ότι μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την επόμενη προσωπική τους σελίδα. Έστω και αν, κανονικά, κάπως θα έπρεπε, και αυτοί, να αυτοσυγκρατούνται -γιατί είναι ταπεινωτικό να διαστρεβλώνεις την πραγματικότητα και να βιάζεις τις έννοιες, μόνο και μόνο για να υπηρετήσεις συμφέροντα, πόσο μάλλον τα προσωπικά σου συμφέροντα- τα μέλη της προηγούμενης διακυβέρνησης και τους επαγγελματίες πολιτικούς εκείνης της παράταξης, σε κάποιο βαθμό τους καταλαβαίνω. Τους πολίτες, όμως, που τους ακολουθούν στη λογική ιδεοληπτικών «αφηγημάτων», κατεδαφιστικής «κριτικής» και αντιδημοκρατικών πρακτικών -αυτούς όχι, δεν τους καταλαβαίνω αλλά και δεν τους δικαιολογώ. Γιατί πληγώνουν τη συλλογική μας μνήμη, δηλαδή τη δυνατότητα μας να πάμε μπροστά.
Στους αντίποδες βρίσκεται η «μνήμη» της θητείας Τραμπ στην ψήφο του αμερικανικού λαού στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Παρότι, από πρώτη ματιά, «τσιγγούνικη», η νίκη Μπάιντεν, και η επιστροφή των ΗΠΑ στη χορεία των δημοκρατικών εθνών, που έχει ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνεται, αποτελεί αποτέλεσμα και μιας συλλογικής επεξεργασίας, και συλλογικής αντίδρασης, στο «φαινόμενο Τραμπ», με ό,τι σήμαινε αυτό και για την Αμερική και για τη Δημοκρατία. Παρότι πολλά έπαιξαν ρόλο, με πρώτα την κακή διαχείριση της πανδημίας και την διάλυση του μύθου περί καλών οικονομικών επιδόσεων, θέλω μνα πιστεύω ότι, έστω υποδόρια, έπαιξε ρόλο και η έκπτωση των θεσμών, της εικόνας της Αμερικής στον κόσμου, η κακοποίηση της γλώσσας και του ήθους. Όταν λειτουργεί έτσι η μνήμη, μας επιτρέπει –οριακά- να χρησιμοποιούμε την κατά τα άλλα υπερεκτιμημένη έκφραση περί «σοφίας» των λαών την ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Η προσοχή μας σε πιο κοντινά, και πιο «επικοινωνιακά» γεγονότα, δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ή να αφήνουμε πίσω μας, άλλες εξελίξεις, που κι αυτές σφραγίζουν προσωπικές ή συλλογικές μοίρες. Σκέφτομαι τη συνεχιζόμενη καταβαράθρωση της Δημοκρατίας και τη χρήση γυμνής κρατικής καταστολής στη Λευκορωσία. Τον εμφύλιο πόλεμο που έχει αρχίσει, χωρίς κανείς να του δίνει σημασία, στην Αιθιοπία, μια χώρα που, πριν από ένα χρόνο, φαινόταν σαν παράδειγμα, για το οποίο μάλιστα ο και τότε και νυν ηγέτης της κέρδισε το Νομπέλ Ειρήνης. Το μέλος της Χρυσής Αυγής που καταδικάστηκε, αλλά φυγοδικεί, κι εμείς θεωρούμε ότι τελειώσαμε με τη Χρυσή Αυγή. Όλους όσους δεν βρήκαν το δίκιο τους τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, λόγω χειρισμών της εξουσίας ή αστοχιών της Δικαιοσύνης, και τους ξεχάσαμε επαφιόμενοι στη θαλπωρή, ή τη νοσταλγία, του Κράτους Δικαίου.
Σκέφτομαι τους Τούρκους αξιωματικούς που βρίσκονται, κρυπτόμενοι και ξεχασμένοι, ακόμα στην Ελλάδα και ζουν με το φόβο του Ερντογάν και με τη γνώση, που θα πρέπει πια να έχει κατακαθίσει μέσα τους, ότι χρωστούν την έστω εύθραυστη σημερινή ελευθερία τους όχι στη γενναιοφροσύνη της χώρας στην οποία ζήτησαν άσυλο και της τότε ηγεσίας της, αλλά στον αγώνα λίγων υπέρμαχων των δικαιωμάτων και στο φρόνημα κάποιων δικαστών που είχαν την τύχη να βρεθούν στο δρόμο τους και να φράξουν το δρόμο στη συμφωνία επιστροφής τους στην Τουρκία. Σκέφτομαι επίσης και όσους, ακόμα και σήμερα, «ξεχνούν» τη στάση της Τουρκίας -της Τουρκίας του Ερντογάν, αλλά αυτή είναι η σημερινή Τουρκία- στο πεδίο της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων και επιχειρηματολογούν μόνο με βάση το τι συμφέρει τη χώρα μας σε μια αόριστη διεθνής σκακιέρα ή στηριζόμενοι σε ένα νεφελώδες διεθνές δίκαιο, που κανείς ποτέ δεν θα έπρεπε να το αντιπαραβάλει με τον ανθρωπισμό και το κράτος δικαίου.
Σκέφτομαι και πόσο γρήγορα ωραιοποιήσαμε την προ της πανδημίας κατάσταση, πόσο βιαζόμαστε να γυρίσουμε και στις καλές και στις κακές εκδηλώσεις της, πόσο αν-ιστορική, δηλαδή αμνήμων, είναι τελικά η απώλεια μέτρου, ο παραμερισμός της μεγάλης αλήθειας ότι η ζωή κάνει κύκλους και ποτέ δεν γυρνάει πίσω και ότι καμία συλλογική δοκιμασία δεν έχει νόημα αν δεν κερδίσουμε κάτι από αυτήν.
Η μνήμη και η λήθη δεν αφορούν μόνο το παρελθόν. Καθορίζουν και το μέλλον.