Το έμμεσο δηλητήριο

ΤΑ ΝΕΑ – 26/9/2020
Η δημοκρατία δηλητηριάζεται με πολλούς τρόπους. Με πραγματικό δηλητήριο (Ρωσία) και με το δηλητήριο του λαϊκισμού (μέγα πλήθος χωρών και προσώπων). Από τους εχθρούς της, εκλεγμένους (Τραμπ, Πούτιν, Ερντογάν, Μπολσονάρο κλπ κλπ κλπ) και μη (Σι αλλά και πάλι Τραμπ, που είναι εκλεγμένος μεν, ηττημένος στην κάλπη δε), αλλά και εκ των έσω, από τους «φίλους» ή ακόμα και τους λειτουργούς της (δικαστές που υποτάσσονται στην εξουσία, Τύπο που δεν ψάχνει, πολιτικά κόμματα που διαστρέφουν το ρόλο τους). Συνειδητά (με προπαγάνδα, εκστρατείες στο διαδίκτυο, κρατική καταστολή) ή ανεπαίσθητα (φόβος, έλλειψη αντανακλαστικών, κόπωση και κυρίως εκπαιδευτική και πολιτιστική έκπτωση). Με τα όπλα (Λευκορωσία, Χονγκ Κονγκ, Βενεζουέλα) ή με το συχνά ισχυρότερο από τα όπλα εργαλείο του λόγου. Υπάρχει το άμεσο δηλητήριο, αυτό που βλέπουμε, ή μπορούμε να αντιληφθούμε, αν παίξουμε ορθά το ρόλο του πολίτη, κι ένα πιο έμμεσο, που φθείρει τους θεσμούς από μέσα, τους αφαιρεί υπόσταση και αξιοπιστία. Το Κράτος Δικαίου, για να σταθούμε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, υπονομεύτηκε όχι μόνο από τον τρόπο που στήθηκε η «υπόθεση Novartis», το ελληνικό Γουότεργκέιτ, αλλά και από τις πολλαπλές παρανομίες που χαρακτήρισαν τη «δίωξη Παπαντωνίου». Το πολιτικό σύστημα πληγώθηκε όχι μόνο από τη δράση της Χρυσής Αυγής, αλλά και (φυσικά σε διαφορετική κλίμακα) από την αυτοκτονία της ΔΗ.ΜΑΡ.
Στην κατηγορία της έμμεσης αλλά όχι αθέλητης ενστάλαξης δηλητηρίου αποδείχθηκαν μετρ δυο απρόσμενοι -γιατί προερχόμενοι από χώρες με μεγάλη δημοκρατική παράδοση και με το επιπλέον δώρο της αγγλοσαξονικής «ψυχραιμίας»- σύμμαχοι της λαϊκιστικής Διεθνούς: ο Τραμπ και ο Τζόνσον. Στη μεγάλη σειρά των συνειδητών εκ μέρους του πρώτου κάμψεων της νομιμότητας (παραβίαση του Συντάγματος, σύμμειξη των εξουσιών, δυσχέρανση της λειτουργίας των δικαστηρίων, του Τύπου, της εκλογικής διαδικασίας, διαπλοκή προσωπικών συμφερόντων με δημόσιες υποχρεώσεις και επικράτηση των πρώτων, συνειδητή πρόκληση διχασμού στο πολιτικό σύστημα και στο λαό), προστέθηκε, αυτή τη βδομάδα, μία ακόμα, φαινομενικά μικρότερης σημασίας αλλά με βαρύτατες για τη Δημοκρατία συνέπειες: η εκκίνηση –και μόνη η εκκίνηση αποτελεί θεσμικό ανοσιούργημα- της διαδικασίας αντικατάστασης, έναν μήνα πριν από τις προεδρικές εκλογές, αποβιώσαντος δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Φταίει αυτός που πέθανε η Γκίνσμπουργκ, θα αναρωτηθούν ίσως κάποιοι, δεν είναι δικαίωμα του Προέδρου να προτείνει αντικαταστάτη της και η Γερουσία να ψηφίσει επί της πρότασης; Τόσο η νομική/συνταγματική όσο και η θεσμικά/πολιτική απάντηση είναι απλή: όχι, στη συγκεριμέμνη περίπτωση δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα. Γιατί τα δικαιώματα, ιδίως της εξουσίας, δεν λειτουργούν και δεν ασκούνται ερήμην των συνθηκών, του χρόνου άσκησής τους, του εξαιρετικού ή μη χαρακτήρα τους. Στην περίπτωση για την οποία συζητούμε έχει διαμορφωθεί στις ΗΠΑ ένα συνταγματικό «έθιμο» για μη πλήρωση κρίσιμων πολιτικά θέσεων στο τελευταίο έτος –πόσο μάλλον στον τελευταίο μήνα- της προεδρικής θητείας (σε άλλες χώρες, με μη προεδρικό σύστημα, όπως στην Ελλάδα, το έθιμο έχει συχνά γίνει νόμος που καταλαμβάνει και λιγότερο οριακές περιστάσεις, όπως η απαγόρευση διορισμών για κάποιο διάστημα πριν από τις εκλογές). Επιπλέον, στην αμερικανική περίπτωση, το έθιμο αυτό είχε εφαρμοστεί πολύ πρόσφατα, επί προεδρίας Ομπάμα, για ίδια ακριβώς θέση, την αναπλήρωση του αποβιώσαντος ανώτατου δικαστή Σκαλία, και είχε υποστηριχθεί λυσσωδώς από τους ανθρώπους που θέλουν τώρα να το ανατρέψουν, δηλαδή τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία (υπό τον ίδιο μάλιστα κοινοβουλευτικό ηγέτη, τον δαιμονικό Μιτς Μακ Κόνελ). Τέλος, αυτό είναι το σημαντικότερο, αλλά και το κλειδί των εξελίξεων, ενδεχόμενη αντικατάσταση μιας φιλελεύθερης δικαστού, και μάλιστα φωτισμένης, από έναν υπερ-συντηρητικό δικαστή (γιατί, φυσικά, τέτοιον θέλει να διορίσει ο Τραμπ), θα γείρει αμετάκλητα, λόγω ισοβιότητας, την πλάστιγγα του δικαστηρίου, και την τύχη των δικαιωμάτων στην Αμερική, ελάχιστο χρόνο πριν από, και πιθανότατα σε αντίθεση με, την έκφραση της λαϊκής βούλησης για την πορεία της χώρας. Έτσι μπαίνει το δηλητήριο στις φλέβες της δημοκρατίας του σήμερα, αλλά και του αύριο.