• Home
  • Κόσμος
  • Ιστορίες Δημοκρατίας : Ίσοι στις ανισότητες

Ιστορίες Δημοκρατίας : Ίσοι στις ανισότητες

 NEA 6/06/2020

Τα τρία χαρακτηριστικά της σύγχρονης δημοκρατίας, όπως εμφανίστηκαν (και) μέσα από το μεγεθυντικό, όχι όμως παραμορφωτικό, φακό της πανδημίας, μοιάζουν, αλλά δεν είναι, αντιφατικά μεταξύ τους:

α) η δημοκρατία παραμένει, κατά την έκφραση που αποδίδεται στον Τσώρτσιλ, το «χειρότερο πολίτευμα αν εξαιρεθούν όλα τα άλλα». Πιο χαρακτηριστική ίσως απόδειξη είναι αυτό που συμβαίνει στο Χονγκ-Κονγκ: έχοντας γευτεί ένα άλλο είδος ελευθερίας, οι κάτοικοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν διανοούνται, ούτε καν στο όνομα του ιστορικού, πληθυσμιακού και οικονομικού μεγέθους της Κίνας, να το αφήσουν να τους φύγει από τα χέρια,

β) οι ανισότητες –και οι διακρίσεις, που, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο παρόν κείμενο, δεν είναι το ίδιο πράγμα- αυξάνονται διαρκώς και διόλου τυχαία τα τελευταία χρόνια,

γ) η δημοκρατία απειλείται εκ των έσω, δηλαδή όχι τόσο από αυτούς που την πολιορκούν ανοιχτά, όσο από εκείνους που την υπονομεύουν μέσα από τις δικές της διαδικασίες.

Με δεδομένο ότι η συνεχιζόμενη και πανθομολογούμενη υπεροχή της δημοκρατίας δεν αρκεί για να την προστατεύσει και ότι η εκ των έσω απειλή τρέφεται κυρίως από αυτά που βιώνουν στο πετσί τους οι πολίτες του παγκόσμιου χωριού, προβάλλει ξεκάθαρα ότι το κεντρικό δημοκρατικό ζήτημα της εποχής είναι αυτό που συνδέεται με τον καλπασμό των ανισοτήτων.

Οι θεωρητικοί των ανισοτήτων θα μπορούσαν, λίγο απλουστευτικά, να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: εκείνους που αντιμετωπίζουν το φαινόμενο από τη σκοπιά της οικονομίας και όσους επικεντρώνονται στην κοινωνική και κοινωνιολογική διάσταση. Ανάμεσα στους δεύτερους εξέχων είναι/ήταν ο Αυστριακός καθηγητής στο Πρίνστον Walter Scheidel, που έκανε πάταγο πριν από δύο χρόνια με το βιβλίο του «Ο μεγάλος εξομοιωτής» (The Great Leveler). Παρά τα οικονομικά-πολιτικά χαρακτηριστικά τους, οι ανισότητες παρουσιάζονταν περίπου ως «φυσικό φαινόμενο» που βρίσκει αντιστάσεις μόνο, ή κυρίως, από τους τέσσερεις «ιππότες της Αποκαλύψεως»: τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τις πτώσεις καθεστώτων και τις πανδημίες. Η παρούσα πανδημία, η οποία ήδη, και προφανώς, όχι μόνο δεν μείωσε αλλά αυξάνει κάθε μέρα τις ανισότητες –στην εργασία σε βάρος όσων δεν έχουν τις δεξιότητες ή δεν μπορούν να δουλέψουν εξ αποστάσεως, στην υγεία σε βάρος των πιο φτωχών και των μεγαλύτερων σε ηλικία, στο δίχτυ προστασίας ανάλογα με τη χώρα στην οποία ζει ο καθένας- επεφύλαξε στη θεωρία, και στη θεώρηση, του Σάιντελ τύχη ανάλογη με του «τέλους της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα: όπως η ζωή έδειξε ότι η πτώση του Τείχους δεν μας εισήγαγε σε μια πιο ήρεμη, συναινετική και δημοκρατική περίοδο, έτσι και τώρα αποδεικνύεται ότι τις ανισότητες δεν τις διαμορφώνουν ούτε τις αναχαιτίζουν οι «μεγάλες τομές» αλλά οι επιλογές κυβερνητών και πολιτών.

Πολλοί πήραν αυτό το δρόμο στη σκέψη και τα γραφτά τους, αλλά λίγοι είχαν την επίδραση δυο «οικονομολόγων που κάνουν πολιτική»: του Τζόζεφ Στίγκλιτς και του Τομά Πικετί. Στον πρώτο, και ειδικά στο βιβλίο του «Το τίμημα της ανισότητας» (2012), οφείλουμε τη σε βάθος ανάλυση της αύξησης των ανισοτήτων, ιδίως στις ΗΠΑ, τα τελευταία 20 χρόνια: «όσοι βρίσκονται στη βάση ή στη μέση της κοινωνικής κλίμακας είναι σε χειρότερη θέση από ό,τι στις αρχές του αιώνα». Ο Στίγκλιτς έδειξε ότι η χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2012 επιδείνωσε τις ανισότητες (αύξηση ανεργίας, ανακατανομή πλούτου υπέρ των ήδη πιο πλούσιων: το 1% κέρδισε το 93% του επιπλέον παραχθέντος εισοδήματος) και ανέδειξε την κεντρική συμβολής του Κράτους, κυρίως μέσω της ρύθμισης των Αγορών, της εγγύησης ίσων όρων παιχνιδιού, της λήψης μέτρων υπέρ της ισότητας. Διαμόρφωσε επίσης ένα, έκτοτε αξεπέραστο, πρόπλασμα της «προοδευτικής ατζέντας»: δημόσιες πολιτικές (κυρίως για την Παιδεία), όχι «δωράκια» στις επιχειρήσεις, πιο προοδευτική φορολόγηση (η οποία, επιπλέον, όχι μόνο δεν μειώνει αλλά αυξάνει τα έσοδα του κράτους), νομισματική πολιτική με επίκεντρο την απασχόληση και όχι τον πληθωρισμό, πρακτικά μέτρα υπέρ της «Βιώσιμης» και «Δίκαιης» Ανάπτυξης (συνθήματα που υιοθετήθηκαν, αλλά έμειναν μόνο συνθήματα, στην Ελλάδα και που τώρα διαμορφώνουν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης), επιμονή στο Κράτος Δικαίου.

Από την πλευρά του ο Γάλλος οικονομολόγος - σταρ Πικετί προσέθεσε, στη μεγάλη σε έκταση αλλά και απήχηση τριπλέτα του –«Τα οικονομικά της ανισότητας» (2004), «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» (2013), «Κεφάλαιο και Ιδεολογία» (2019)- την «απόδειξη», μέσω στατιστικών στοιχείων, ότι οι οικονομικές ανισότητες είναι όχι απλώς παράλογες αλλά και παράνομες, τη θέση ότι ο πλούτος αυξάνεται πιο γρήγορα –και πιο άδικα- από το εισόδημα, καθώς και μια πιο «ριζοσπαστική», αλλά επίσης ρεφορμιστικής-σοσιαλδημοκρατικής λογικής, ατζέντα μεταρρυθμίσεων: εγκαθίδρυση μιας «συμμετοχικής δημοκρατίας», φορολόγηση με 90% των πολύ πλούσιων, εκδημοκρατισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοινό ποσό για την εκπαίδευση κάθε πολίτη, εγγυημένο εισόδημα.
Οι δυο σπουδαίοι οικονομολόγοι, και άλλοι πολλοί που πλουτίζουν το «βολονταριστικό» ρεύμα για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, ξεχνούν, ή βάζουν πολύ πιο πίσω από όσο της αξίζει, μια κρισιμότατη –ακόμα πιο κρίσιμη, στα μάτια μου, από την καθαρά οικονομική- διάσταση: τις διακρίσεις, ιδίως με βάση το φύλο και το χρώμα του δέρματος, και τη συνεχιζόμενη ανοχή τους, που ισοδυναμεί με στήριξη τους. Ενώ οι «ανισότητες» αποτελούν συνέπειες ενός διαμορφωμένου διεθνούς «εποικοδομήματος» της πολιτικής και της οικονομίας και απορρέουν από γενικές επιλογές (την επικράτηση της χρηματοοικονομικής σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας, για παράδειγμα), οι «διακρίσεις» απορρέουν από κατά περίπτωση (χώρας ή καθεστώτος) «μη εγγύηση» θεμελιωδών υποχρεώσεων αλλά και από «περιρρέουσα χειραγώγηση»: 91% των ανδρών και 86% των γυναικών έχουν μία τουλάχιστον προκατάληψη εναντίον των γυναικών (έρευνα του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ, Μάρτιος 2020). Πρόκειται για υποχώρηση όχι μόνο του Κράτους ή κοινωνιών καθοδηγούμενων από το Κράτος, αλλά του ίδιου του πυρήνα της Δημοκρατίας.

Είναι άλλο να συναντά, ή και να θέτει, μια έννομη ή πολιτική τάξη δυσκολίες ή εμπόδια στην κατανομή ή ανακατανομή του πλούτου και των ευκαιριών και άλλο να θεωρεί ανθρώπινα όντα ως εγγενώς κατώτερα, ή χρήζοντα λιγότερης φροντίδας. Το ζήτημα των ανισοτήτων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν πρώτα δεν καταπολεμηθούν –συνειδητά, γενναία, με θετικά μέτρα- οι διακρίσεις βάσει φύλου και φυλής –στην αποδοχή, στην κοινωνική θέση, στα δικαιώματα, τις ευκαιρίες, τις απολαβές. Το δράμα που ζουν αυτές τις μέρες οι ΗΠΑ (δράμα που μεγέθυνε ο Τραμπ, αλλά που δεν οφείλεται μόνο στον Τραμπ) φανερώνει αυτή την απλή αλήθεια και απαιτεί άμεσο επαναπροσδιορισμό προτεραιοτήτων: δίπλα στον (οικονομικό) «δείκτη Gini» που μετρά τις ανισότητες, είναι ώρα να μπει ένας (πολιτικός) «δείκτης Floyd» που θα καθιστά αδιανόητες τις μεγάλες διακρίσεις. Και θα αποτελεί, έτσι, το πρώτο βήμα αυτοσεβασμού της ανθρωπότητας μέσα στον τρομερό μέχρι στιγμής για τη δημοκρατία 21ο αιώνα.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s