Ιστορίες Δημοκρατίας: Ευρωπαϊκή χαμένη άνοιξη

NEA, 16/5/2020
Η άνοιξη είναι συνυφασμένη με την Ενωμένη Ευρώπη. Όχι μόνο λόγω της επίσημης «γιορτής» της, στις 9 Μαΐου, επέτειο της «Διακήρυξης Σουμάν» (1950), που οδήγησε στη δημιουργία, ένα χρόνο αργότερα, της πρώτης κοινής ευρωπαϊκής οντότητας, της Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα. Αλλά και γιατί η άνοιξη «μυρίζει» ελπίδα (και Χαρά, για να μην ξεχνάμε Σίλερ και Μπετόβεν) και η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην εβδομηντάχρονη πορεία της, έκανε πολλές φορές την ελπίδα πραγματικότητα. Για να το πούμε απλά: υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική επιτυχία όλων των εποχών. Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση, ή μια ηθελημένη παρανόηση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένας αναδρομικός φωτισμός, σε σχέση με το χαρακτήρα του όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος: μάλλον πλειοψηφικά θεωρείται στις μέρες μας ένα εγχείρημα οικονομικού κυρίως χαρακτήρα, που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, έχει φτάσει στο όριο του. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: υπήρξε εξαρχής ένα κυρίως πολιτικό εγχείρημα, που προχώρησε πολύ και του οποίου οι μάλλον απαγορευτικές για την ολοκλήρωση εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας δεν αποτελούν ένα φυσικό τέλος αλλά μια πολιτική ήττα.
Ήδη στη Διακήρυξη Σουμάν, ένα σύντομο κείμενο που βγήκε από την πένα του Ζαν Μονέ, τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους: η οικονομική ανάπτυξη, μέσα από «ένα κοινό οικονομικό σύστημα», δεν αντιμετωπίζεται παρά «ως ένα πρώτο βήμα για την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία», η οποία προορίζεται να «αλλάξει τις μοίρες των λαών της περιοχής» και να «δώσει ένα παράδειγμα σε όλη την ανθρωπότητα». Φυσικά, την επαύριον του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η εξασφάλιση της ειρήνης είναι το βασικό μέλημα και η επίτευξη του περνάει από την ένωση των οικονομικών, πρώτα, δυνάμεων και τη δημιουργία κοινών οικονομικών, πρώτα, συμφερόντων. Όμως αυτά, εξαρχής, προορίζονταν να οδηγήσουν στη δημιουργία πολιτικής ενότητας. Και πράγματι μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως το 2010, παρά τις διαρκώς αυξανόμενες δυσκολίες, κάθε βήμα διέθετε και μια ενοποιητική προοπτική, κάθε κρίση οδηγούσε σε περαιτέρω οικοδόμηση.
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε επτά μεγάλα τέτοια βήματα, επτά δημιουργικές κρίσεις. Η πρώτη προήλθε, ήδη το 1963, και ξανά το 1967, από την αντίσταση της Γαλλίας, δηλαδή του Στρατηγού Ντε Γκολ, στην είσοδο της Βρετανίας στη συγκροτηθείσα το 1957 Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα –που είδαμε ότι ήταν, στο μυαλό των εμπνευστών της, Πολιτική Κοινότητα και που έτσι την αντιλαμβανόταν (αλλά χωρίς τη Μεγάλη Βρετανία…) και ο πρώτος που μίλησε, το 1946, για «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Στη μάχη «Γαλλία εναντίον όλων», που δεν ήταν απλή, αφού οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι γαλλικό πνευματικό δημιούργημα και η θέση της Γαλλίας εξ ορισμού κεντρική, κέρδισε μεν προσωρινά ο Ντε Γκολ, αλλά, αμέσως μετά την αποχώρηση του, η Βρετανία έγινε δεκτή (1973) –δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρούσε από εδώ και μπρος η Ευρώπη.
Και οι επόμενες ευρωπαϊκές κρίσεις ακολούθησαν το ίδιο σχήμα πολιτικής άμπωτης-παλίρροιας. Το 1965, ο «εκβιασμός της κενής καρέκλας», ξανά εκ μέρους της Γαλλίας, λύθηκε με ενδυνάμωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και εισδοχή του δικαιώματος βέτο για όλες τις χώρες. Η πετρελαϊκή κρίση, κυρίως του 1973, αλλά και του 1979, που έβαλαν τέλος στην περίοδο της συνεχούς ευημερίας (les trente glorieuses), αντιμετωπίστηκαν με όρους ο σώζων εαυτόν σωθήτω από τις χώρες της Κοινότητας, αλλά οδήγησαν στην θεσμική αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δηλαδή της φωνής των λαών, και στην απευθείας εκλογή των μελών του. Η ύφεση και η αδυναμία άσκησης κεϋνσιανών, δηλαδή «ευρωπαϊκών», πολιτικών (με κύριο παράδειγμα τη Γαλλία του Μιτεράν), στις αρχές της δεκαετίας του 1980, άνοιξε το δρόμο για την Ενιαία Πράξη, και την ενιαία εσωτερική Αγορά, του 1986 –και πάλι χωρίς ο εμπνευστής της, ο Ζακ Ντελόρ, να κρύβει ότι αποτελούσε «βήμα για την πολιτική ένωση». Ο φόβος όλων των κρατών, και κυρίως της Γαλλίας, μπροστά στην επανένωση της Γερμανίας (1989), έφερε ως αντίβαρο τη δέσμευση του Χέλμουτ Κολ για βαθύτερη ενοποίηση και οδήγησε στις συμφωνίες για τη νομισματική ένωση και το κοινό νόμισμα, που θεσμοθετήθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και υλοποιήθηκαν το 1993 και το 1999, αντίστοιχα. Ο πολυπολικός και έμφοβος κόσμος μετά την τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας (1991-1995), ενός πολέμου στην καρδιά μιας ανήμπορης Ευρώπης, και της 9/11, ενός ακήρυχτου πολέμου κατά ολόκληρης της Δύσης, είδε την Ευρώπη όχι να κλείνεται αλλά να ανοίγει: στην Κοπεγχάγη, το 1993, «κλείδωσε» η ιστορική, αλλά και μοιραία, μεγάλη διεύρυνση, που ολοκληρώθηκε το 2004 στην Αθήνα. Ούτε οι προβλέψιμες δυσκολίες της μεγάλης διεύρυνσης σταμάτησαν την ενοποιητική πορεία –αλλά ήταν η τελευταία φορά που θα συνέβαινε αυτό: η Ένωση αποφάσισε, κόντρα στις δυσκολίες, μια βαθιά «συνταγματική» μεταρρύθμιση, που μπορεί να σταμάτησε, σε πρώτο χρόνο, με τα δημοψηφίσματα του 2005 για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα στη Γαλλία και την Ολλανδία, αλλά οδήγησε στις σχεδόν πανομοιότυπες πολιτικές αλλαγές εντός της Συνθήκης της Λισαβόνας (ψήφιση το 2007, θέση σε εφαρμογή το 2009).
Η χρηματοοικονομική κρίση του 2010-2014, με αιχμή του δόρατος την ελληνική περίπτωση, αποτελεί –το βλέπουμε καθαρά σήμερα- την πρώτη στιγμή στην ιστορία της Ένωσης κατά την οποία μια μεγάλη δυσκολία δεν βρίσκει διέξοδο προς τα εμπρός αλλά, αντίθετα, φωτίζει αδυναμίες και υστερήσεις που ξεπερνούν τις ηγεσίες και δεν βρίσκουν απήχηση στο λαϊκό αίσθημα. Γιατί μπορεί η Ευρωζώνη, δηλαδή το ευρώ, να «σώθηκε». Μπορεί η Ελλάδα να «επέζησε» -έστω και μέσα από τα καυδιανά δίκρανα των «τριών τρομερών τριάντα»: μείωση ΑΕΠ, ανεργία, φτώχεια, που σφράγισαν για πάντα την ψυχή της αλλά και την ψυχή της Ευρώπης. Μπορεί κι άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος, Ισπανία, Λετονία, Ρουμανία) να κλυδωνίστηκαν αλλά να «βοηθήθηκαν». Μπορεί να δημιουργήθηκαν νέα εργαλεία και να επανήλθε κάποια ασθενική «ανάπτυξη». Όμως η πολιτική απάντηση που δόθηκε δεν ήταν μεταρρυθμιστική, ενοποιητική και αναπτυξιακή αλλά φοβική και μικροπρεπής. Οι αιτίες πολλές: η υπερβολική ισχύς της Γερμανίας, η αναζωπύρωση των εθνικιστικών αντανακλαστικών, η δυσκολία λήψης αποφάσεων μετά τη μεγάλη διεύρυνση, η ετεροβαρής αρχιτεκτονική του ευρώ. Τα αποτέλεσμα ωστόσο ήταν ότι η οικονομία κέρδισε την πολιτική –κι ίσως αρκούσε ένα ακόμα χτύπημα για να την αποτελειώσει.
Το χτύπημα αυτό διόλου δεν αποκλείεται να το έφερε στις αποσκευές του ο κορωνοϊός. Και πάλι η πολιτική Ευρώπη δυσκολεύεται και παραπαίει –τα «μαθήματα» του 2010 δεν οδηγούν σε νέους δρόμους αλλά σε επανάληψη λαθών. Και πάλι οι ιδέες και η τόλμη –ιδεών και προσώπων- σα να στέρεψαν. Και πάλι είναι άνοιξη –αλλά «μυρίζει» αλλιώς.