Brexit, μνημείο λαϊκισμού

TA NEA 8/02/2020
Από τα δύο γεγονότα που εγκαινίασαν με τον πιο εμφανή τρόπο την «εποχή του λαϊκισμού», το Brexit ήταν και χρονικά πρότερο και, όπως αποδείχθηκε, πιο βαθύ από την εκλογή του Τραμπ. Μπορεί να ακούγεται κάπως παράδοξο μια δημοκρατική επιλογή ενός δημοκρατικού λαού να χαρακτηρίζεται ως το συμβολικό σημείο εισόδου σε μια περίοδο μειωμένης ή διαστρεβλωμένης δημοκρατικότητας, τα όσα συνέβησαν όμως πριν και μετά το μοιραίο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 και έως την επίσημη έξοδο της 31ης Ιανουαρίου 2020 νομίζω ότι δικαιολογούν αυτό το χαρακτηρισμό.
Σε σχέση με την απόφαση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, λαϊκιστικά ήταν τα κίνητρα του τότε Πρωθυπουργού Κάμερον, καθώς και τα όπλα και τα επιχειρήματα που επέλεξε. Ο βασικός λόγος της αυτόβουλης δέσμευσης του Κάμερον ήταν εσωκομματικός και όχι συνδεόμενος με το γενικό συμφέρον: επιζητούσε ένα ξεκαθάρισμα εντός του Συντηρητικού Κόμματος και, με την εικαζόμενη όχι μόνο από τον ίδιο αλλά από το σύνολο των αναλυτών, επικράτηση της πρότασης του για παραμονή στην Ένωση, την ενίσχυση της κυριαρχίας του. Ο τότε Πρωθυπουργός αγνόησε, με ασύγγνωστη ελαφρότητα, ότι, από τη στιγμή που θα έβγαζε το τζίνι από το μπουκάλι, το τζίνι θα έπαιρνε τη μορφή που θα του έδινε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, και όχι αυτή που επιθυμούσε ο ίδιος. Και η ατμόσφαιρα ευνοούσε το συναίσθημα έναντι των επιχειρημάτων, το συνασπισμό των αρνήσεων και των απορρίψεων, την έκφραση της έμφυτης ξενότητας των Βρετανών έναντι μιας ηπείρου με την οποία τους χώριζε πάντα η θάλασσα, η ζωή και η Ιστορία.
Είναι αλήθεια ότι το Συντηρητικό κόμμα, που είχε πρωτοστατήσει στην ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ, είχε σταδιακά διαιρεθεί σχεδόν στη μέση και ότι τα αντι-ευρωπαϊκά στοιχεία του αποκτούσαν όλο και πιο δυνατή φωνή. Όμως τέτοια ζητήματα λύνονται με πολιτικές κινήσεις, με επαναπροσδιορισμό των συσχετισμών μέσα στο κόμμα και στο κοινοβούλιο και όχι με μεταφορά της ευθύνης στο λαό και στις αλληλοσυγκρουόμενες ορέξεις του. Το αρχικό ατόπημα ενισχύθηκε από την επιλογή του Κάμερον να παρουσιάσει τη φάση των προ δημοψηφίσματος διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως έναν αγώνα οιονεί αντιπάλων, στον οποίο η Βρετανία έπρεπε, για να παραμείνει, να «κερδίσει», όπως και κέρδισε, σημαντικές υποχωρήσεις εκ μέρους των Ευρωπαίων, με πρώτη την εγκατάλειψη του στόχου της «όλο και στενότερης ένωσης» για όλα τα κράτη-μέλη. Δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερη πάσα για αυτό που θα ακολουθούσε κατά την προεκλογική εκστρατεία.
Η μεγάλη αντίφαση κατά την πιο κρίσιμη φάση του δράματος ήταν ότι ένα δημοψήφισμα που διεξήχθη με τις δημοκρατικότερες δυνατές συνθήκες -εξάμηνη σχεδόν διάρκεια καμπάνιας, κάλυψη όλων των απόψεων και των επιχειρημάτων, συμμετοχή σύσσωμης της κοινότητας των ειδικών και των πολιτικών, αμείωτο ενδιαφέρον από το κοινωνικό σώμα- ενσωμάτωσε, και τελικά επέτρεψε να επικρατήσουν, τόσα ψέματα, παραπληροφόρηση, αθέμιτες επεμβάσεις, ακόμα και βία. Το περίφημο, και διπλά ψευδές, «take back control» -ούτε η πραγματική κυριαρχία είχε χαθεί για μια Βρετανία που συμμετείχε με τους δικούς της όρους στην Ένωση, ούτε η έννοια της κυριαρχίας ήταν, στον 21ο αιώνα, αυτή που υπήρξε στην εποχή της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας σε σχέση με τους μετανάστες και το σύστημα υγείας -τα δύο ζητήματα που βάρυναν περισσότερο στην ψήφο της πλειοψηφίας των Βρετανών. Η αποφυγή παρουσίασης των πλεονεκτημάτων, όχι μόνο οικονομικών, της συμμετοχής στην Ένωση και η μονοπώληση της συζήτησης στα υπέρ και τα κατά της αποχώρησης. Ανοιχτές παρανομίες σε σχέση με τη χρηματοδότηση της καμπάνιας των οπαδών της εξόδου, την ανάμιξη των Ρώσων, την όξυνση των πνευμάτων που οδήγησε στη δολοφονία της Τζο Κοξ. Σε τοξικό κλίμα δεν μπορούσε παρά να αντιστοιχήσει τοξικό αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τελική έκβαση αποτέλεσε το θρίαμβο δύο ανθρώπων που υπολήπτονται ελάχιστα τη δημοκρατία: του μοχθηρού εθνικιστή Νάιτζελ Φάρατζ και του τότε υπόγειου και σήμερα φανερού «σπιν ντόκτορ» Ντομινίκ Κάμινγκς. Με τη συναίνεση, αν όχι ενίσχυση, ενός Εργατικού κόμματος, το οποίο, υπό την ηγεσία του Κόρμπιν, υποτίθεται ότι υποστήριξε την παραμονή, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι του για να επικρατήσουν η λογική και το ήθος των εχθρών της.
Στην πρώτη μετά το αποτέλεσμα φάση, κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Τερέζα Μέι, ο λαϊκισμός ανέδειξε άλλες όψεις του. Άρνηση ανάληψης πρωτοβουλιών -Brexit means Brexit, δηλαδή το πεπρωμένο όχι μόνο φυγείν αλλά και επηρεάζειν αδύνατον. Αποδοχή, καμιά φορά και υποδαύλιση, της -κατευθυνόμενης- λαϊκής οργής κατά των δικαστών, που εξέδωσαν την ιστορική απόφαση για υπαγωγή της όλης διαδικασίας υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου, και του ίδιου του Κοινοβουλίου, που συχνά κατηγορήθηκε, ακόμα και από την Πρωθυπουργό, για αντίσταση στη βούληση του λαού. Καθυστέρηση, μικροψυχία, υπονόμευση των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αποτέλεσμα, επί του πολιτικού πεδίου, τη βιαστική και απροετοίμαστη εκκίνηση της διαδικασίας αποχώρησης, την εμφάνιση μιας κατάστασης πολιτικού, κοινοβουλευτικού, κοινωνικού τέλματος, την αδυναμία εξεύρεσης εμπροσθοβαρών λύσεων και όχι «λύσεων» τύπου της «Συμφωνίας της Μέι», η οποία καταψηφίστηκε τρεις φορές από το Κοινοβούλιο, μετέτρεψε την Ιρλανδία σε -άλυτο- μέρος του προβλήματος, εξαφάνισε την εκδοχή του «ήπιου Brexit». Το τελικό χτύπημα έδωσε, πάλι, η επαμφοτερίζουσα στάση του Κόρμπιν και η επιμονή του να μην κάνει τουλάχιστον πέρα, ώστε να μπορέσει ο ετερόκλητος αλλά πλειοψηφικός κοινοβουλευτικός συνασπισμός υπέρ μιας συμφωνημένης λύσης να αποτρέψει την επικράτηση του σκληρού «όχι». Ο λαϊκισμός της αμηχανίας, της ατολμίας και των μεσοβέζικων λύσεων αποδείχθηκε εξίσου επικίνδυνος με το λαϊκισμό των ψεμάτων και του διχασμού και άνοιξε διάπλατο το δρόμο σε μεσσίες τύπου Μπόρις Τζόνσον.
Οι εκτός προγράμματος εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου έδωσαν στον πιο λαϊκιστή πρωθυπουργό στην ιστορία της Βρετανίας τη νομιμοποίηση να πάρει τις φαστ τρακ αποφάσεις για τις οποίες εκλέχθηκε. Το Κοινοβούλιο όχι μόνο υποτάχθηκε αλλά και «σκλήρυνε» τη «Συμφωνία» του Τζόνσον (αλλά μόνο στο Λονδίνο: Εδιμβούργο, Κάρντιφ και Μπέλφαστ την απέρριψαν), οι προθεσμίες μετατράπηκαν σε καρμανιόλες, η στάση έναντι της Ένωσης είναι και φαίνεται ότι θα παραμείνει ανοιχτά ανταγωνιστική, σε όλη τη μεταβατική περίοδο, ως το τέλος του 2020. Η κυβέρνηση άρχισε ήδη να χρησιμοποιεί δύο ενσυνείδητα ψέματα: ότι η Βρετανία μπορεί συγχρόνως να «απαλλαγεί» από κάθε εναρμόνιση και να πετύχει οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία με την Ένωση και ότι η ενότητα της χώρας δεν κινδυνεύει -παρότι η Ιρλανδία είναι στον αέρα και η Σκωτία αρχίζει νέο αγώνα ανεξαρτητοποίησης, με τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυματίζει και μετά την αποχώρηση.
Η ιστορία του Brexit μπορεί να μην έχει τελειώσει ακόμα, είναι όμως πλέον βέβαιο ότι είναι μια ιστορία στην οποία νίκησαν, με ευθύνη όλων των συμμετεχόντων και ολόκληρου του βρετανικού λαού, οι δυνάμεις υπονόμευσης της Δημοκρατίας και των εργαλείων της Δημοκρατίας.