Ο επίμονος κάβουρας

Ευρωπαϊκή Ένωση 2014-2019: πίσω και μπροστά

Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική - Μάιος 2019

Οι επερχόμενες ευρωεκλογές, οι εκλογές της τελευταίας ευκαιρίας για πολλούς, δεν πρέπει να μάς κάνουν να ξεχάσουμε ότι και οι προηγούμενες, εκείνες του 2014, είχαν θεωρηθεί το ίδιο κρίσιμες και μεταιχμιακές. Έλαβαν χώρα στο πιο δύσκολο σημείο της κρίσης, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, συνοδεύονταν δε από αντίστοιχους φόβους κι ελπίδες, κυρίως όσον αφορά την αναγκαία πολιτικοποίηση και επαν-επικέντρωση στο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο. Πολιτικοποίηση που κλήθηκε να ενσαρκώσει η «Επιτροπή Γιουνκέρ», με τον πρώτο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πρόεδρο της Επιτροπής που εξελέγη περισσότερο από ό,τι επελέγη, ως αποτέλεσμα της πιο ανοιχτής και πανευρωπαϊκής προεκλογικής εκστρατείας, με τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παίζουν πιο ενεργό ρόλο παρά ποτέ.

Έχω την άποψη ότι, ακριβώς λόγω των δυσκολιών και των φιλοδοξιών της Επιτροπής Γιουνκέρ, οι σημερινές προκλήσεις και οι προβλέψεις για το άμεσο μέλλον δεν μπορούν να ερμηνευθούν σωστά αν δεν γίνει μια ψύχραιμη αποτίμηση του έργου που επιτελέστηκε κατά την τελευταία πενταετία, υπό την καθοδήγηση, όπως κάθε φορά, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του μόνου αμιγώς αφιερωμένου στο κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον ενωσιακού οργάνου. Μια τέτοια αποτίμηση, που θα αποτολμήσω στις γραμμές που ακολουθούν, θα φώτιζε όχι μόνο τι έγινε αλλά κυρίως τι δεν αποφεύχθηκε και τι μένει ακόμα να συγκροτηθεί εντός μιας ολοένα και πιο πιεσμένης και αποκομμένης από το κοινό αίσθημα ένωσης κρατών και λαών. Που παραμένει, παρ’ όλα αυτά, το σπουδαιότερο και πιο επιτυχημένο πολιτικό εγχείρημα και του προηγούμενου αιώνα και αυτού που διανύουμε με τόσες αναταράξεις.

Ας δώσω το στίγμα από την αρχή: η Επιτροπή Γιουνκέρ, και συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο 2014-2019, υπήρξε πράγματι πιο πολιτική και πιο φιλόδοξη. Όμως, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν κατώτερα των προσδοκιών: τα κοινά σχέδια αναγγέλθηκαν αλλά δεν προχώρησαν, η κρίση υπερκεράστηκε αλλά δεν μπήκαν νέες βάσεις για την ανάπτυξη, τα μεγάλα προβλήματα (οικονομική κρίση και στη συνέχεια ύφεση, μεταναστευτικό, Μπρέξιτ, χτυπήματα στο ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου) δεν έμειναν αναπάντητα αλλά και δεν δημιούργησαν νέο δυναμισμό, το ηθικό, ψυχικό και πολιτιστικό έλλειμμα κάθε άλλο παρά καλύφθηκε. Κι έτσι, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα, προκλήσεις και φόβους -που αγγίζουν τα υπαρξιακά έγκατα του οικοδομήματος, αν ποτέ υπήρξαν και αν ακόμα υπάρχουν τέτοια μέσα στον ορυμαγδό της συγκυρίας.

Στο πολιτικό επίπεδο, η πενταετία σφραγίστηκε από πολλές πρωτοβουλίες, πολλές αναγγελίες, λίγη ποιοτική πρόοδο και δύο μεγάλα σκάνδαλα. Ας αρχίσω από τα τελευταία, γιατί, αν δεν κατέστρεψαν τις βάσεις των εξαγγελθεισών πολιτικών αλλαγών, σίγουρα αποτέλεσαν πλήγμα για την αξιοπιστία της Επιτροπής και της Ένωσης: το ένα έχει να κάνει με το «μαύρο» χρήμα –«Lux-leaks» και όχι μόνο- και το άλλο με την πολιτική ηθική -με επίκεντρο την «υπόθεση Σελμάγιερ». Επί του κατά τα άλλου λαλίστατου, χαριέστατου και πολιτικότατου κυρίου Γιουνκέρ όχι μόνο δεν μπήκε τάξη στη σχέση πραγματικής και παρασιτικής, ή «μεσιτικής», ή αντι-παραγωγικής, οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά πλήθυναν οι περιπτώσεις θριάμβου της δεύτερης και αποκαλύψεων περί αυτήν, με τελευταίο και πιο αναπάντεχο παράδειγμα τη σωρεία υποθέσεων «ξεπλύματος μαύρου χρήματος» που συνέβησαν στον θεωρητικά πιο υγιή, γεωγραφικά και πολιτικά, χώρο της Ένωσης, τις βαλτικές και σκανδιναβικές χώρες.

Όσον αφορά τη εξωθεσμική προώθηση του Γερμανού Μάρτιν Σελμάγιερ, του πιο στενού συνεργάτη του Προέδρου Γιουνκέρ, στην πιο κρίσιμη θέση εντός του «μηχανισμού των Βρυξελλών», το κακό δεν είναι μόνο ο κυνισμός που αναδείχθηκε («μου κάνει εντύπωση που μιλάτε για τη δική μου σκληρότητα και δεν βλέπετε ότι αυτός είναι ο κανόνας του παιχνιδιού στα ευρωπαϊκά όργανα»), ούτε καν η απόδειξη της πρόσδεσης του ίδιου του Προέδρου της Επιτροπής στο γερμανικό άρμα, αλλά και η δομική απιθανότητα τα ευρωπαϊκά όργανα να αρχίσουν να λειτουργούν με μεγαλύτερη διαφάνεια, αξιοκρατία και ανθρωπιά. Η ανοιχτή εγκατάλειψη από τη Γερμανία του «δόγματος Σμιτ» περί οικειοθελούς μη κατάληψης όλων των θεσμικών και προσωπικών θέσεων ισχύος εντός της Ένωσης είναι μια βαριά εξέλιξη, η οποία όλα δείχνουν ότι όχι μόνο θα συνεχιστεί αλλά και θα ενισχυθεί κατά την επόμενη πενταετία.

Ακόμα και σε αυτές τις βάσεις πάντως, τα πολιτικά επιτεύγματα της πενταετίας δεν είναι ασήμαντα. Η Ελλάδα δεν εκδιώχθηκε, έστω και in extremis, από την Ευρωζώνη και η ελληνική κρίση δεν εξελίχθηκε σε γάγγραινα ούτε για το κοινό νόμισμα ούτε για το ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο. Ωστόσο η Ευρωζώνη δεν ενισχύθηκε και δεν άρχισε να λειτουργεί με μεγαλύτερη διαφάνεια και συλλογικότητα, παρά κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις, όπως η δημιουργία αποθεματικού (backstop) με χρήματα του ESM για τις ανάγκες της εκκαθάρισης τραπεζών και η αρχή της συζήτησης για έναν, έστω περιορισμένο, προϋπολογισμό της Ευρωζώνης.

Το μεταναστευτικό αναγκαστικά δίχασε (με τη Γερμανία να ξεκινά στο ρόλο του «καλού» και να καταλήγει στο στρατόπεδο της κλειστοφοβικής Αυστρίας), περισσότερο συγκαλύφθηκε παρά «επιλύθηκε», πάντως και σε αυτό δεν επετράπη να παίξει το διαλυτικό ρόλο που υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί να έπαιζε. Το ίδιο συνέβη και με την ανοιχτή διαφοροποίηση αρκετών χωρών της κεντρικής Ευρώπης, με πρώτη την Ουγγαρία, από το «ευρωπαϊκό κράτος Δικαίου» -πρόβλημα που πάντως παραμένει ολοζώντανο και επικίνδυνο, καθώς οι δυνητικοί παραβάτες αυξάνονται (Πολωνία, Ρουμανία) και το σκιάχτρο του βέτο εξουδετερώνει σκέψεις για συλλογική αντιμετώπιση.

Η αντίδραση έναντι του Μπρέξιτ, του συγκλονιστικότερου και πιο απρόβλεπτου διαλυτικού γεγονότος από τη δημιουργία της Ένωσης, υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, συντονισμένη και ψύχραιμη. Μπορεί να μην έφερε τα κράτη – μέλη πιο κοντά, δεν δημιούργησε όμως και τη διχόνοια στην οποία ίσως ήλπιζαν οι Βρετανοί για να έχουν καλύτερη τύχη στις διαπραγματεύσεις, αλλά και δεν απέτρεψε –τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να αποτρέψει- μια βαθιά και χαίνουσα πληγή στο σώμα της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Οι εξ Ιταλίας τριγμοί, περί το «ευρωπαϊκό εξάμηνο» αρχικά, όλο και πιο διάχυτοι στη συνέχεια, αποκρούστηκαν σχετικά ανώδυνα –αλλά και αυτό είναι ένα αγκάθι που δεν θα βγει εύκολα. Η διεύρυνση συνεχίστηκε με αργούς ρυθμούς για τα Βαλκάνια αλλά η πόρτα μάλλον έκλεισε για την Τουρκία.

Η άφιξη στην εξουσία του Προέδρου Μακρόν έδωσε φωνή, αν όχι σάρκα και οστά, σε μια φιλευρωπαϊκή οπτική των πραγμάτων, αναζωπύρωσε κάπως τον υπνώττοντα γαλλο-γερμανικό άξονα κι έφερε στο προσκήνιο ζητήματα -κυρίως στο πεδίο της κοινής άμυνας και του προϋπολογισμού- που ως πριν από λίγο καιρό θεωρούνταν ταμπού αλλά που πλέον είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αποτελέσουν προτεραιότητες της νέας Επιτροπής και της νέας φάσης των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Πάντως τη «νέα ευρωπαϊκή κυριαρχία», την οποία ο Γάλλος Πρόεδρος λάνσαρε στη Σορβόννη και προώθησε στην Πνύκα και στις Βρυξέλλες, δεν την είδαμε πουθενά.

Η γενική αίσθηση, και πάντως η προσωπική μου αίσθηση, είναι ότι η πολιτική έκανε δύο βήματα μπρος και τρία -αν όχι τέσσερα- βήματα πίσω, παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις και προσπάθειες της Επιτροπής και του Προέδρου της. Πέρα από τα δύσκολα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν, πλήρωσαν ίσως, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μπορούσαν να φανταστούν, την πληθωρική και μη λειτουργική -με «κύκλους αρμοδιοτήτων», πολλούς Αντιπροέδρους αλλά και πολλές αδύναμες προσωπικότητες- σύνθεση της «Επιτροπής Γιουνκέρ». Η πολιτική αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης ήταν χαρακτηριστική: το γεγονός ότι η τελευταία «μνημονιακή» κυβέρνηση στηρίχθηκε σθεναρότερα από τις προηγούμενες, τόσο σε επίπεδο (κεντροδεξιού) Προέδρου της Επιτροπής όσο και (κεντροαριστερού) Επιτρόπου Οικονομικών, παρά την ανευθυνότητα του πρώτου εξαμήνου και τις συνεχείς στη συνέχεια δολιχοδρομήσεις, οφείλεται και σε έλλειψη πολιτικής ωριμότητας αλλά και στις πάμπολλες διαστρωματώσεις των πολιτικών αποφάσεων, τις οποίες εκμεταλλεύθηκε προς όφελος της, αλλά όχι προς το όφελος της χώρας, η «αριστερή» ελληνική κυβέρνηση.

Στο πεδίο των κοινών σχεδίων, υπάρχει επίσης μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε προθέσεις και αποτελέσματα. Η Τραπεζική Ένωση παρουσιάζει ήδη ένα αναμφισβήτητο επίτευγμα, τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας (SSM), μια στην καλύτερη περίπτωση ημιτελή προσπάθεια, στο μέτωπο της λύσης και εκκαθάρισης τραπεζών και της λειτουργίας του μηχανισμού SRM-SRB (Single Resolution Mechanism-Board) και μια άρνηση προόδου, στο θέμα του Κοινού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων (EDIS). Ωστόσο, χωρίς υπερεθνική εγγύηση καταθέσεων, ούτε Τραπεζική Ένωση μπορεί να υπάρξει, ούτε η εξάρτηση των τραπεζών από το πολιτικό-κομματικό σύστημα της κάθε χώρας να μειωθεί, ούτε η εμπιστοσύνη των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα να επανέλθει.

Η Ένωση Αγορών Κεφαλαίου (Capital Markets Union), απαραίτητη πρωτοβουλία για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και της πραγματικής οικονομίας αλλά και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης έναντι των άλλων μεγάλων παγκόσμιων οικονομικών κέντρων, δεν σταμάτησε, όπως θα μπορούσε, με το χαστούκι του Μπρέξιτ και την απώλεια επιρροής του Σίτι του Λονδίνου. Σε επίπεδο νομοθέτησης λήφθηκαν αρκετά χρήσιμα μέτρα -με κυριότερα την αναμόρφωση των τιτλοποιήσεων (securitization), την απλοποίηση των ενημερωτικών δελτίων (Prospectus) και την εντελώς πρόσφατη όσο και ατελή δημιουργία των πανευρωπαϊκών ασφαλιστικών προϊόντων PEPPs (Pan-Εuropean Pension Products). Ωστόσο δεν άνοιξαν δρόμοι ούτε για πιο εύκολη διασύνδεση προϊόντων και αγορών, ούτε για καλύτερη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ούτε για διευκόλυνση των πολιτών-καταναλωτών, χωρίς να μιλήσουμε καν για τους «ελέφαντες στο δωμάτιο» -εναρμόνιση πτωχευτικού και εταιρικού δικαίου και φορολογικής αντιμετώπισης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- που δεν αγγίχτηκαν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να αγγιχτούν υπό την πίεση των εθνικών συμφερόντων και ιδιαιτεροτήτων.

Η Ενεργειακή Ένωση και η Ψηφιακή Ένωση, εντελώς απαραίτητες στον κόσμο στον οποίο ζούμε, έχουν μείνει πίσω και οι περί αυτών εξαγγελίες δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτη φωτός πίσω από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ αλλά και στην Κίνα. Αντίθετα, το μεγάλο ευρωπαϊκό επίτευγμα, το οποίο όψιμα ακόμα και οι Αμερικανοί μιμούνται, ο Κανονισμός για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR), προσθέτει ψηλά εμπόδια και στην ενεργειακή και στην ψηφιακή και εν γένει στην τεχνολογική κούρσα. Ακόμα και το ίδιο το «Σχέδιο Γιουνκέρ» για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη μέσα και υπεράνω της κρίσης αποδείχθηκε πως ήταν περισσότερο συνοθύλευμα μικρών εθνικών σχεδίων παρά πραγματικό κοινό ξεκίνημα και πάντως οδήγησε σε μια αναιμική ανάπτυξη και σε μια κατακερματισμένη ευρωπαϊκή οικονομία.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, χάρις σε μεγάλο βαθμό στην προσωπικότητα του Μάριο Ντράγκι, αναδείχθηκε και συνεχίζει να είναι ο βασικός μοχλός χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η οικονομική διακυβέρνηση δεν προχώρησε, έστω και αν οι ιδέες Μακρόν έδωσαν, προς το τέλος της πενταετίας, ένα φιλί ζωής σε παλιές και κοινά παραδεκτές ιδέες. Τα 4 περίπου τρισεκατομμύρια ευρώ ρευστότητας της εποχής του quantitative easing μάλλον λιμνάζουν και πάντως δεν τίθενται στην υπηρεσία μακροπρόθεσμων και κυρίως κοινών, και έξυπνων, επενδύσεων στους τομείς αιχμής, πρώτον ανάμεσα στους οποίους θα έβαζα τη Γνώση/Καινοτομία. Η Ευρώπη, όπως κι η Ελλάδα εξάλλου -αυτό είναι μια άλλη, αν και διόλου άσχετη, ιστορία- γλίτωσε τα χειρότερα στην κρίση αλλά γερνάει, μαραζώνει και κλείνεται στον εαυτό της. Περπατάει σαν τον κάβουρα, έναν κάβουρα μάλιστα τυφλό και που δεν έχει ακούσει τίποτα περί Ζαν Μονέ.

Αν αυτό είναι, πάνω-κάτω, το κληροδότημα της πενταετίας και της Επιτροπής Γιουνκέρ, οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας γίνονται συγχρόνως πιο καθαρές και αλλάζουν όψη. Δεν πρόκειται τόσο για την πολυδιαφημισμένη μάχη ευρωπαϊστών – λαϊκιστών, μάχη που δίνεται, και χάνεται, περισσότερο σε εθνικό επίπεδο, αλλά για αυτό που ονομάζω «πρόκληση της οικοδόμησης»: διάσωση του Κράτους Δικαίου από την «αντι-φιλελεύθερη Διεθνή», συνέχιση με πρακτικό τρόπο της μάχης όχι για το «περιβάλλον» γενικά και αόριστα αλλά για την κλιματική αλλαγή (με το στόχο των μηδενικών εκπομπών το 2050 να φαντάζει, σήμερα, μάλλον ουτοπικός), προσαρμογή της οικονομίας στις ανάγκες της εποχής και, κυρίως, των πολιτών (για τους οποίους η απασχόληση είναι το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα αλλά και πηγή φόβου).

Ιδέες και σχέδια υπάρχουν, καλές προθέσεις συχνά επίσης, λείπει όμως δραματικά μια μακροπρόθεσμη οπτική, μια τολμηρή πολιτική βούληση και πρόσωπα που να μπορούν, και να αφεθούν, να ενσαρκώσουν μιαν «άλλη Ευρώπη». Βλέποντας πώς πορευόμαστε σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πώς στηρίχθηκε, για να μείνουμε σε ένα μόνο επώδυνο παράδειγμα, περισσότερο η κυβέρνηση Τσίπρα που έκανε όλα τα χατίρια των δανειστών παρά η ίδια η ελληνική οικονομία και οι δυνατότητες ανάκαμψης της, οσφραινόμενος, επίσης, το κλίμα μέσα στο οποίο φαίνεται ότι θα διεξαχθούν οι ευρωεκλογές, δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος. Κάτι που σημαίνει ότι θα προσπαθήσω να κρατήσω τα μάτια μου ακόμα πιο ανοιχτά.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s