Η περίπτωση Μοσκό

Φιλελεύθερος, 6-7-2018

Ο Πιέρ Μοσκοβισί («Μοσκό» για τους φίλους και για τους ολοένα αυξανόμενους επικριτές του) είναι ένας μορφωμένος, έμπειρος, πολύστροφος, ευρωπαϊστής σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Μαθητής του Ροκάρ, συνοδοιπόρος του Στρος – Καν, Υπουργός Οικονομικών του Ολάντ (που τον έστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάλλον για να τον ξεφορτωθεί), δεν παρεξέκλινε ποτέ –το ξέρω γιατί έχω μεταφράσει βιβλία του- από μια ήπια, ρεφορμιστική, ουμανιστική γραμμή, που ήθελε την Αριστερά διακριτή σε αξίες και ουσία από τη Δεξιά αλλά απρόσβλητη από τα μικρόβια του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Το πώς αυτός ο άνθρωπος κατέληξε να γίνει ένας πέρα από τη λογική και την πραγματικότητα υπερασπιστής της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης συνιστά ένα ενδιαφέρον, αλλά όχι τόσο δυσεπίλυτο, αίνιγμα.

Μια εξήγηση θα ήταν ότι βλέπει άλλα πράγματα από αυτά που γνωρίζουμε εμείς, ως πολίτες αυτής της χώρας, ή ότι τα αξιολογεί μέσα από ένα άλλο, πιο εξωτερικό αλλά όχι εντελώς ουδέτερο, πρίσμα. Αυτό ισχύει αλλά μόνο εν μέρει. Ο Επίτροπος βλέπει πράγματι μια κυβέρνηση που περνάει μέτρα, αλλά δεν δικαιούται να ισχυρίζεται ότι «ποτέ, καμία χώρα, δεν προχώρησε τόσο γρήγορα σε τόσο πολλές μεταρρυθμίσεις», όταν η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των «μεταρρυθμίσεων» μένει στα χαρτιά και οι βασικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, Διοίκησης και θεσμών παραμένουν ίδιες αν όχι χειρότερες: η παρούσα κυβέρνηση διέλυσε Παιδεία και Υγεία και οδήγησε σε πρωτοφανή επίπεδα το πελατειακό σύστημα και την κάμψη του Κράτους Δικαίου. Δικαιούται –είναι εξάλλου ο ρόλος του- να χαιρετίζει την πρόσφατη συμφωνία εξόδου από τα προγράμματα, αλλά δεν μπορεί να μην καταλαβαίνει ότι η ανάπτυξη είναι αμφίβολη και μακρινή και ότι η έξοδος έχει τόσες δεσμεύσεις και ερωτηματικά που δεν οδηγεί στην κανονικότητα. Έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί τον Έλληνα Πρωθυπουργό φίλο του και ηγέτη, αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίζει ότι ο βίος και η πολιτεία αυτού του ηγέτη και αυτής της κυβέρνησης έχουν ανεξίτηλα σφραγιστεί από την συμπόρευση με την εθνικιστική Δεξιά των ΑΝΕΛ, από το πειραματικό όσο και συγκρουσιακό πρώτο εξάμηνο, από το φλερτ με την άβυσσο και μετά την κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος, από το θαυμασμό προς τον Τσάβες και το Μαδούρο, από ψέματα, χυδαιότητα και σπίλωση, από διαρκή διπλό λόγο και καμία πραγματική πίστη στην Ευρώπη.

Το γεγονός ότι όλα αυτά τα γνωρίζει αλλά τα παραμερίζει δίνει, τελικά, το κλειδί του αινίγματος. Η ελληνική κυβέρνηση προσφέρει σε μια κάποια ευρωπαϊκή «Αριστερά» των σαλονιών της εξουσίας ένα βολικό διπλό άλλοθι: της επιτρέπει να ισχυριστεί ότι οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταφέρνουν να έχουν «επιτυχίες» ακόμα και μέσα στο καμίνι της κρίσης κι ότι οι «επιτυχίες» αυτές μπορούν να αποδοθούν και στην κυβερνητική «Αριστερά». Και οι δύο αυτές προσλήψεις έχουν ψήγματα αλήθειας: η Ευρωπαϊκή Ένωση πράγματι έφτιαξε, πρώτα για την Ελλάδα, «μηχανισμούς» που δεν υπήρχαν και πράγματι απέφυγε, προς το παρόν τουλάχιστον, τη διάλυση της, η δε Ελλάδα πράγματι κλείνει ένα κεφάλαιο μιας μεγάλης περιπέτειας υπό μια κυβέρνηση που αυτοχαρακτηρίζεται «Αριστερή». Μόνο που το κλείνει ηθικά τσακισμένη, θεσμικά υποβαθμισμένη, διαιρεμένη, κλειστοφοβική και έρμαια των λαϊκιστών κάθε φυράματος. Κι αυτό δεν μπορεί να ικανοποιεί κανέναν πραγματικό δημοκράτη, Έλληνα ή ξένο, αξιωματούχο ή απλό πολίτη.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s