Η μεταπολίτευση συνεχίζεται

ΝΕΑ, 10/10/20

Θεσμογραφίες

1. Αν δεν ήμουν βέβαιος ότι λόγω χαρακτήρα δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο, θα υπέθετα πως ο Φοίβος Καρζής διάλεξε ως τίτλο του τελευταίου βιβλίου του «Το μεσαίο κενό» ακριβώς για να αναγκάσει όποιον τον διαβάζει να πει: μα, δεν αφήνει κανένα κενό. Πράγματι, αντιμέτωπος με ένα δύσκολο, πολυπλόκαμο και επιρρεπές σε γενικότητες θέμα, ο συγγραφέας παραδίδει μια εμβριθή και συγχρόνως ρέουσα, γεμάτη στοιχεία που δεν την κάνουν, ωστόσο, να χάνει την ανάσα της, πολτικο-οικονομικο-κοινωνιολογική ανάλυση. Και, κυρίως, δουλεμένη με μεράκι, που αφορά πρωτίστως στο θέμα αλλά αντανακλάται και στην έκφραση. Από την πρώτη φράση –«Απροσδιόριστη αλλά κυρίαρχη, ρευστή αλλά συνεκτική, λοιδορημένη αλλά επίζηλη, η μεσαία τάξη είναι παντού και πουθενά»- ως την τελευταία – «η συγκρότηση μιας νέας μεσαίας τάξης … είναι σήμερα λιγότερο μια ιδεολογική αναζήτηση και περισσότερο ένα πολιτικό σχέδιο»-, ο Καρζής δεν χάνει το στόχο του και την καθαρότητα του στόχου του: αυτό που λέμε «μεσαία τάξη» είναι δύσκολο να περιγραφεί, ίσως και να προσδιοριστεί, αλλά αποτελεί κρισιμότατο παράγοντα, πυξίδα και μαζί κριτήριο, στην Ελλάδα και διεθνώς, για τις κοινωνικές και τις πολιτικές εξελίξεις.

2. Ακριβώς επειδή έχει τόσο διευρυμένη οπτική, το βιβλίο κατορθώνει να ανοίξει και να πορευθεί σε πολλούς δρόμους ταυτοχρόνως. Εμπλέκει τον αναγνώστη σε μια συζήτηση για τις ανισότητες, για τη χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε to 2008 και για τις επιπτώσεις της στην Ελλάδα. Αυτά είναι τα βασικά, και σε σημασία και σε έκταση, θέματα του βιβλίου, αφού η κρίση, σε ένα πρόβλημα που είχε ήδη πάρει, λόγω της παγκοσμιοποίησης, άλλη μορφή και άλλη ώθηση, πρόσθεσε χαρακτηριστικά που επιτρέπουν να μιλούμε για «νέα ανισότητα», η οποία μάλιστα έπληξε κυρίως τη μεσαία τάξη. Διεκδικητές του διόλου επίζηλου τίτλου των πρωταθλητών στη «νέα ανισότητα» είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας, οι ΗΠΑ –προ και κυρίως μετά-Τραμπ- αλλά και η Ισπανία και η Ελλάδα, χώρες που άλλαξαν, σχεδόν κυριολεκτικά, πρόσωπο μέσα στην κρίση, ενώ καλύτερα αντιστάθηκαν, χωρίς να εκπλήσσει κανέναν, οι σκανδιναβικές χώρες. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση για την ειδική θέση της Γερμανίας, στην οποία οι ανισότητες ήταν μεγάλες- πολύ μεγαλύτερες από ό,τι, για παράδειγμα, στη Γαλλία- πριν από την κρίση αλλά οι αντοχές, και της χώρας και της μεσαίας τάξης της, αποδείχθηκαν πολύ καλύτερες μέσα στην κρίση -οι ουκ ολίγοι «θαυμαστές» της κυρίας Μέρκελ και του κυρίου Σόιμπλε θα πάρουν κι άλλες ιδέες για την εκ μέρους τους «αξιοποίηση» δραματικών κατά τα άλλα γεγονότων και συνθηκών.

Ενδιαφέρουσα είναι και η συζήτηση για τον τρόπο διαμόρφωσης της πολιτικής κουλτούρας, αφού η μεσαία τάξη είναι πρώτα απ’ όλα, μια «κοινότητα κουλτούρας», δομημένη γύρω από την «προσδοκία της ασφάλειας» και στρεφόμενη γύρω από τις έννοιες της αυτό-τοποθέτησης –στη μεσαία τάξη ανήκει όποιος έχει την αίσθηση ότι ανήκει στη μεσαία τάξη-, της νομιμοποίησης –της μεσαίας τάξης, λόγω της κρισιμότητας και της σημασίας της, αλλά και της πολιτικής τάξης, λόγω της στήριξης της από τη μεσαία τάξη- και της ισχύος –πολιτικής αλλά, κυρίως, συμβολικής.
Αγγίζει επίσης το βιβλίο και μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα ζητήματα που μπορεί να μην βρίσκονται στον πυρήνα της προβληματικής για τη μεσαία τάξη, συνδέονται όμως (και) με αυτήν και αντιμετωπίζονται κάθε άλλο παρά παρενθετικά ή αδιάφορα. Στοιχεία και σκέψεις γύρω από την έννοια της «μεταπολίτευσης», όχι μόνο της ελληνικής, της καλύτερης περιόδου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κατά το συγγραφέα, αλλά και στον κόσμο: ανάδυση των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) και CIVETS (με βασικό μέλος την Τουρκία) και της μεσαίας τάξης τους, με ιδιότυπα, ανά περίπτωση, χαρακτηριστικά. Οι σελίδες για την «αναδυόμενη τάξη στις αναδυόμενες χώρες» ανήκουν στις πιο ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες του βιβλίου. Το οποίο μας μιλά επίσης, έμμεσα αλλά σαφώς, και για το λαϊκισμό, θέμα που –γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- με απασχολεί ιδιαίτερα και γύρω από το οποίο βρήκα εξαιρετικές σκέψεις, για τη σχέση, ιδίως, παγκοσμιοποίησης και λαϊκισμού και την περισσότερο «αντι-δυτικιστική» (με την ευμάρεια να φτάνει συχνά να θεωρείται σημαντικότερη της δημοκρατίας) παρά λαϊκιστική αντίδραση της μεσαίας τάξης. Οι υποστηρικτές, στους οποίους ανήκω, της θεωρίας ότι η καλύτερη αντιμετώπιση του λαϊκισμού είναι με τα όπλα της Δημοκρατίας -πρώτο μεταξύ των οποίων: η κατανόηση των φαινομένων-, θα είχαν πολλά να κερδίσουν αν ενσωμάτωναν την παρατήρηση ότι οι «εκπρόσωποι του λαϊκισμού φαντάζουν, μέσα στον αυταρχισμό τους –που είναι για τους οπαδούς τους υπόσχεση και όχι απειλή- ως εγγυητές της κοινωνικής ασφάλειας».

3. Θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο σε μια σειρά παρατηρήσεων του συγγραφέα για τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαίας τάξης και την επίδραση της κρίσης στη διαμόρφωση της κοινωνικής της θέσης και της πολιτικής-εκλογικής της συμπεριφοράς.

Ιδιαίτερα καίριες βρίσκω τις θέσεις για

α) την «ψευδαίσθηση της προσωρινότητας» της κρίσης, ως απότοκου της ελληνικής ψυχοσύνθεσης αλλά και της πεποίθησης ότι το Κράτος, που υπήρξε «πάντα εκεί», θα έβρισκε και αυτή τη φορά τρόπο να «στηρίξει» αυτήν που όλοι οι πολιτικοί δεν έπαψαν στιγμή να αποκαλούν «ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας». Η ψευδαίσθηση αυτή ενέτεινε όχι μόνο την απώλεια εισοδήματος και θέσεων εργασίας αλλά και την αίσθηση ασφυξίας, όταν αποδείχθηκε ότι η κρίση δεν ήταν προσωρινή,

β) την όχι απλώς συρρίκνωση αλλά «αλλαγή σύστασης» της ελληνικής μεσαίας τάξης –σε προέκταση και των αντίστοιχων συμπερασμάτων των Γιαννίτση, Ζωγραφάκη. Ως αιχμή του δόρατος αυτής της βαθιάς μετάλλαξης αναδεικνύονται δυο πεδία. Πρώτον, η εργασία/εργασιακές σχέσεις, με την υποβάθμιση του ιδιωτικού τομέα και την κυριαρχία της ημι-απασχόλησης. Δεύτερον, η θέση της «κλασικής οικογένειας» (με ιδιοκατοίκηση, 2 παιδιά και παγιωμένες καταναλωτικές συνήθειες), η οποία, μέσα από το συνδυασμό μισθολογικής συρρίκνωσης και φορολογικής πολιτικής, άρχισε «ξαφνικά» να μην τα βγάζει πέρα (με ελάχιστη, θα πρόσθετα, αυτοκριτική και συναίσθηση της γενικότερης κατάστασης),

γ) την μη ταύτιση της «μεσαίας τάξης» με το (πολιτικό/κομματικό) «κέντρο» και τη –στηριγμένη ιδίως στον ψυχισμό και στην αντίληψη του «πού φυσάει ο άνεμος»- ρευστή εκλογική συμπεριφορά της μεσαίας τάξης, στις τάξεις της οποίας ανευρίσκονται οι περισσότεροι «μετακινούμενοι» ψηφοφόροι, οι οποίοι δίνουν τη νίκη στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό συνέβη και στις δυο «μεταιχμιακές» αναμετρήσεις, και σε εκείνες που σφράγισαν, το 2015, την αντίδραση έναντι της κρίσης και σε κείνες που σηματοδότησαν, το 2019, την καταδίκη της δήθεν «εναλλακτικής» διαχείρισης της κρίσης, που είχε εν τω μεταξύ αποδειχθεί μια από τα ίδια, αν όχι χειρότερα.

Μια ελαφρά διαφοροποιημένη άποψη θα ήθελα να εκφράσω σε σχέση με την «εγκατάλειψη» από τη μεσαία τάξη, μέσα και λόγω της κρίσης, του ΠΑΣΟΚ, το οποίο έγινε, από «κόμμα της νέας δημοσιοϋπαλληλίας», κόμμα «που απαρνήθηκαν οι μεσοαστοί», και τη «μεταφορά» αυτών των κοινωνικών στρωμάτων στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η μείωση της δυνατότητας πελατειακών διορισμών-ρουσφετιών δεν «χτύπησε» μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά εξίσου και τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας η εκλογική κάμψη υπήρξε πολύ μικρότερη, παρότι η «πελατειακή λογική» ήταν, και είναι, ακόμα πιο βαθιά ριζωμένη. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ιστορικό λάθος να λέγεται, ακολουθώντας τη θεώρηση ορισμένων πολιτικών επιστημόνων που έκαναν το «λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ» σημαία αλλά σιώπησαν μπροστά στον πολύ πιο επικίνδυνο για τη δημοκρατία λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ότι «το ρουσφέτι επί ΠΑΣΟΚ ένωσε κόμμα και κράτος». Η «νικηφόρα ήττα» (η έκφραση είναι δική μου) του εκσυγχρονιστικού (σημιτικού) εγχειρήματος δεν αποξένωσε από μόνη της, κατά τη γνώμη μου, τα στελέχη της ελληνικής μεσαίας τάξης, που πράγματι το είχαν πλειοψηφικά, αλλά για λόγους συμφέροντος και όχι ιδεολογίας, στηρίξει. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μια «τριγωνοποίηση» -μπήκε σφήνα στα δύο πρώην μεγάλα κόμματα οικειοποιούμενος τις ιδέες τους, ιδίως στον τομέα της οικονομίας- αντίστοιχη με αυτήν που είχαν πετύχει στη Βρετανία οι Εργατικοί υπό τον Μπλερ και στη Γερμανία τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες υπό το Σρέντερ όσο και οι Χριστιανοδημοκράτες υπό την μετρ του είδους Μέρκελ.

Η εξήγηση για την εκλογική απήχηση –την πρόσκαιρη, όπως αποδείχθηκε απήχηση- του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική μεσαία τάξη είναι λιγότερο θετική από αυτήν που δίνει ο Φοίβος Καρζής: οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, λιγότερο σε αρετές του νέου κόμματος εξουσίας και περισσότερο σε χαρακτηριστικά της ελληνικής μεσαίας τάξης. Λιγότερο σε ιδεολογική πειστικότητα και πολιτικό σφρίγος (παρότι η φρεσκάδα ενός κόμματος που δεν είχε συμμετάσχει στην εξουσία και θα τα «έκανε όλα διαφορετικά» ασφαλώς έπαιξε ρόλο) και περισσότερο σε δι-αίσθηση (ο άνεμος που λέγαμε) για την επερχόμενη κατάσταση και την ευκαιρία συμμετοχής, εκ των έσω ή εμμέσως, στο νέο κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Η εξουσία ήταν –πάλι- για τη μεσαία τάξη το μεγάλο δέλεαρ –ούτε η ελπίδα «σκισίματος των Μνημονίων» και «γυρίσματος σελίδας», ούτε η «ρηχή», όπως ορθά τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν η «εργαλειοποίηση» πληγών, όπως ο ΕΝΦΙΑ, που επίσης ορθά τονίζονται. Και το κρίσιμο είναι ότι η διαχείριση της εξουσίας δεν άρκεσε για να κρατήσει τη μεσαία τάξη κοντά στο νέο κόμμα εξουσίας, όπως και η «επιστροφή στη κανονικότητα» δεν θα αρκέσει, αν δεν συνδυαστεί με απτά αποτελέσματα, να την κρατήσει για πάντα κοντά στο κόμμα που διαδέχθηκε το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

4. Η παιδεία του συγγραφέα και η προσπάθεια του να μείνει όσο πιο «εξωτερικός» των γεγονότων γίνεται, είναι αυτή που τον εμποδίζει να πάρει πιο καθαρή θέση σε θέματα σαν τα παραπάνω. Μικρό το κακό, ίσως και αναγκαίο, μπροστά στην τροφή για σκέψη που προσφέρει αυτό το βιβλίο. Στο κάτω-κάτω, η ελληνική μεσαία τάξη, την οποία τόσο εναργώς τοποθετεί στη θέση της, και μάλιστα ανοίγοντας το φακό στο διεθνή περίγυρο, του ελληνικού συστήματος μετέχει, με δεσπόζουσα μάλιστα θέση, και άρα και των χαρακτηριστικών του: ψυχική/συναισθηματική προσέγγιση των κοινών και της πολιτικής, ατομοκεντρισμός, μη ρεαλιστικός βολονταρισμός, επιδίωξη ιδεολογικής ένδυσης πραγμάτων στα οποία δεν χωρεί ιδεολογία και θα έπρεπε να υπερισχύουν οι αρχές. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκονται στον αντίποδα του βιβλίου - κι ας αυτοπροσδιορίζεται ο συγγραφέας, μιλώντας για τα παιδιά του, ως μέλος μιας «μέσης οικογένειας» Πολύ σημαντικότερη είναι η παρακαταθήκη που τους αφήνει και που ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή θα μπορέσει να μπει στο μεδούλι της ελληνικής μεσαίας τάξης: «περιουσία η φιλομάθεια, προσδοκία για το καλύτερο, εκτίμηση για το μέτρο και αποστροφή για την υπερβολή».

0
0
0
s2smodern
powered by social2s