Αποχρώσεις
Φιλελεύθερος 8/03/2019
Στη χώρα του άσπρου – μαύρου, σε εποχή διχασμού, και πάνω στ’ αποκαΐδια, όποιος επιχειρεί να θυμίσει ότι η ζωή δεν είναι κομμένη στη μέση, ότι τα ζητήματα δεν λύνονται με ένα ναι και ένα όχι, ότι η διαπάλη των ιδεών δεν πρέπει να επικεντρώνεται στα πρόσωπα, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί εκτός τόπου και χρόνου. Κι όμως: εκτός από το ότι είναι χρήσιμη, μια τέτοια οπτική είναι και επίκαιρη.
Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, η έξοδος της χώρας στις αγορές με δεκαετές ομόλογο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η προσφορά και η ανταπόκριση αποτελούν θετικά βήματα, ότι διανοίγουν προοπτικές, ότι εισερχόμαστε, επιτέλους, στο μακρό χρόνο, ότι μεγαλώνει η απόσταση από τη χρεοκοπία και την αναξιοπιστία και ότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να χαίρεται –όποια και να ήταν η κυβέρνηση θα χαιρόταν. Από την άλλη είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η έξοδος κάθε άλλο παρά σημαίνει αυτόματη πρόσδεση στην «κανονικότητα», ότι η κυβέρνηση θέλησε να προλάβει μια όχι θετική αξιολόγηση που, παρ’ όλα αυτά, θα έρθει, ότι οι αγορές είδαν περισσότερο μια ευκαιρία παρά έδωσαν οριστική ψήφο εμπιστοσύνης, ότι στην απόλυτα συγκρίσιμη έξοδο της Πορτογαλίας το επιτόκιο ήταν λιγότερο από το μισό (1,4% έναντι 3,9% για το ελληνικό ομόλογο) κι ότι σχεδόν όλα τα δομικά στοιχεία της οικονομίας μας –ανάπτυξη, ανεργία, επενδύσεις, λειτουργία του κράτους, τραπεζικό σύστημα, αγορές κεφαλαίων, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά σχέδια- είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι θα μπορούσαν και θα έπρεπε να ήταν. Όποιος πάει να «διαβάσει» μια τέτοια εικόνα με όρους «επιτυχίας» - «αποτυχίας», «θαύματος» ή «καταστροφής» αδικεί και τα γεγονότα και τον εαυτό του.
Αποφυγή του μανιχαϊσμού θα ήταν, πιστεύω, απαραίτητη και στο πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση απέτυχε όχι γιατί ήρθε να κάνει το κακό και να αλώσει τη χώρα –αν και, μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, προσπάθησε να την αλώσει- αλλά γιατί δεν προετοιμάστηκε, δεν άκουσε, δεν θέλησε και δεν μπόρεσε να μάθει και να συνεννοηθεί, δεν συμφιλιώθηκε με τις πιέσεις της εξουσίας επί των ιδεολογικών –συχνά ιδεοληπτικών- σχημάτων. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν «έγκλημα» αλλά ούτε και «άγιο δισκοπότηρο», είχε και στοιχεία γενναιότητας και στοιχεία αλαζονείας, το δε τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να κριθεί μόνο σε επίπεδο προθέσεων αλλά κυρίως σε επίπεδο αποτελεσμάτων, που ήταν σε αρκετά σημεία απολύτως προβληματικά. Η τραγωδία στο Μάτι δεν οφείλεται στην κυβέρνηση αλλά η κυβέρνηση τη χειρίστηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Και ούτω καθεξής: ελάχιστα ήταν τα ζητήματα καθ’ όλη την τετραετία –σκέφτομαι μόνο την έκπτωση των θεσμών- επί των οποίων η ετυμηγορία θα άξιζε να είναι μονολεκτική.
Δεν θα ήθελα πάντως να εκληφθώ ως αφελής: γνωρίζω καλά, όπως και όλοι όσοι προσπαθούμε να αναλύσουμε χωρίς φανατισμό, ότι η επιλογή του άσπρου-μαύρου, των δύο κόσμων, του «ή μαζί μας ή απέναντι μας» είναι μια συνειδητή πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, που βρήκε το απόγειο, αλλά και το όριο της, στη φυτευτή όσο και καταδικασμένη «επιχείρηση γέφυρα». Επειδή χάνει στο στίβο της αλήθειας, μεταφέρει το παιχνίδι στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας. Λόγος παραπάνω να καταδικαστεί –αλλά με επιχειρήματα και αποχρώσεις, όχι με αφορισμούς και κραυγές.