Το νερό νεράκι

Φιλελεύθερος, 6-4-18
Η διακοπή υδροδότησης της Θεσσαλονίκης συνιστά μια ατυχία για την κυβέρνηση. Μια ατυχία, όμως, ιδιαίτερα αποκαλυπτική.
Παλαιότητα κατασκευών και δημοσίων υποδομών, απώλεια όλων των τεχνολογικών τρένων, σύγχυση αρμοδιοτήτων, έλλειψη πόρων, υστέρηση στη συντήρηση, υπερβολική εμπιστοσύνη στον καλό θεό και στον καλό καιρό της Ελλάδας –όλα αυτά τα στοιχεία είναι σχεδόν πάγια και δεν οφείλονται σε μία μόνο διαχειριστική περίοδο. Όπως συνέβη πριν από έναν περίπου χρόνο με τις πλημμύρες στην Αττική, μια δυσλειτουργία ή ένα μη σύνηθες καιρικό φαινόμενο μπορούν να πάρουν διστάσεις και να αποτελέσουν, ως μη όφειλαν, αιτία καταστροφών, προβλημάτων στη δημόσια υγεία, ακόμα και απωλειών ανθρώπινων ζωών. Και κάθε φορά η Πολιτεία ξαφνιάζεται, λυπάται και δεν κάνει τίποτα για να προλάβει το επόμενο κύμα.
Οι αποκαλυπτικές των επιδόσεων της κυβέρνησης ιδιαιτερότητες του περιστατικού της Θεσσαλονίκης έχουν να κάνουν με τον τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης. Πρώτο αντανακλαστικό, η επίρριψη των ευθυνών στους άλλους, που κατά σύμπτωση συμπίπτουν με τους πολιτικούς αντιπάλους: η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αμελήσει την προκήρυξη διαγωνισμού για τη βελτίωση των υποδομών υδροδότησης από το 2012 -καμία μνεία στο ότι και η παρούσα κυβέρνηση έκανε το ίδιο από το 2015, οπότε ανέλαβε τις τύχες της χώρας και της συμπρωτεύουσας. Δεύτερο αντανακλαστικό, μια συγνώμη με την άκρη των χειλιών και με πολλά «αλλά» -ξεχνώντας το αδικαιολόγητα μακρύ διάστημα μη επανόρθωσης, σε μια πόλη μάλιστα στην οποία είχε δημιουργηθεί και εγκατασταθεί ολόκληρο γραφείο Πρωθυπουργό. Τρίτο και πολιτικά πιο κρίσιμο αντανακλαστικό, η μη παραίτηση έστω και ενός από τους εμπλεκόμενους που είχαν θέση ευθύνης. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, πρέπει να θεωρείται σχεδόν αυτόματη η παραίτηση από ευθιξία εκείνων που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση ενός δημοσίου αγαθού και προκάλεσαν, ακόμα και χωρίς ευθεία ανάμιξή τους, ταλαιπωρία ή κίνδυνο στο κοινωνικό σώμα. Δικαιολογίες του τύπου «θα παραιτούμουν εάν ήξερα ότι τα πράγματα θα βελτιώνονταν» αποκαλύπτουν απλώς έλλειψη δημοκρατικότητας –αυτής που δυστυχώς χαρακτηρίζει γενικώς την παρούσα κυβέρνηση.
Η βασική της γραμμή, που ταιριάζει με τη θέση της περί «κατάκτησης της εξουσίας», μοιάζει να είναι: ό,τι θετικό συμβεί το πιστώνεται η κυβέρνηση, για ό,τι αρνητικό φταίει η μοίρα ή οι πολιτικοί της αντίπαλοι. Όταν το Μνημόνιο ήταν για σκίσιμο, έφταιγαν οι κακοί δανειστές, τώρα που γίναμε μνημονιακότεροι των μνημονιακών, απλώς «συνεργαζόμαστε αρμονικά με τους θεσμούς». Όταν εγκαινιάζουμε νοσοκομεία «βαθαίνουμε το κοινωνικό κράτος», όταν τα ίδια αυτά νοσοκομεία δεν λειτουργούν μάς «πολεμούν οι δυνάμεις του σκότους». Όταν υποσχόμαστε στον Ερντογάν πράγματα που δεν δικαιούμασταν να υποσχεθούμε, κάνουμε «περήφανη εξωτερική πολιτική», όταν οι υποσχέσεις μάς στοιχειώνουν, καθώς από την άλλη μέρα του Αιγαίου βρίσκεται κάποιος που δεν καταλαβαίνει από δημοκρατίες και περηφάνιες, τότε ζητάμε «πλατιά εθνική συναίνεση». Και ούτω καθεξής. Με κορωνίδα την αντιμετώπιση εκείνων των κοινωνικών ομάδων που στήριξαν τη σημερινή ομάδα εξουσίας (μικρομεσαίοι, χαμηλοσυνταξιούχοι, πολίτες που οριακά τα φέρνουν βόλτα) και όχι μόνο δεν είδαν την παραμικρή βελτίωση αλλά ακούνε και την κυβέρνηση να περηφανεύεται γι’ αυτά που (δεν) έχει κάνει.
Υπό τέτοιες όμως συνθήκες, ανάσταση της κυβέρνησης και της χώρας δεν είναι δυνατή. Κώστας Μποτόπουλος