
BLOG, 30/12/2019
Το διάβημα που έμελλε να καταλήξει στην 4η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 τέθηκε εξαρχής υπό τον αστερισμό της οικονομικής κρίσης, του γεγονότοςπου σημάδεψε, από το 2010, την πορεία της χώρας μας. Στο επίσημο εναρκτήριο λάκτισμα της αναθεωρητικής διαδικασίας, στις 25 Ιουλίου 2016, τρεισήμισι σχεδόν χρόνια πριν ολοκληρωθεί η αναθεώρηση και έναν ακριβώς χρόνο μετά τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος με πολλές θεσμικές παρατυπίες, ο τότε Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έκανε λόγο, στο προαύλιο της Βουλής, για μια «νέα μεταπολίτευση», την οποία συνέδεσε ευθέως όχι μόνο με αλλαγή του Συντάγματος, αλλά με τις συγκεκριμένες αλλαγές που δημοσιοποιούσε, εκείνη τη μέρα, το κόμμα του. Με τα λόγια του τότε Πρωθυπουργού και αρχηγούτου ΣΥΡΙΖΑ, «η οικονομική κρίση ήταν τελικά το αποτέλεσμα της ήττας της μεταπολίτευσης» και ο «μόνος τρόπος για να βγούμε από την κρίση, μια και καλή, είναι να τελειώνουμε (εννοείται: αλλάζοντας το Σύνταγμα) με το παλιό». Μεταπολίτευση, κρίση και συνταγματική αλλαγή σε ευθύ συσχετισμό: το «ιδεολογικό πρόσημο» του συγκεκριμένου αναθεωρητικού διαβήματος -ενός διαβήματος που, από τη φύση του, απαιτεί συναινέσεις και σταθμίσεις- δεν θα μπορούσε να είναι πιο καθαρό.
Το ιδεολογικό αυτό πρόσημο υπηρετήθηκε από τις αρχικές προτάσεις του τότε κυβερνώντος κόμματος, οι οποίεςείχαν, και σε μεγάλο βαθμό διατήρησαν, χαρακτήρα που οι εμπνευστές του ονόμαζαν «αριστερό» ή «προοδευτικό», αλλά που, από πλευράς συνταγματικής θεωρίας, κατέτεινε σε «αμεσοδημοκρατικό» σύστημα νοτιοαμερικανικού περισσότερο παρά δυτικού τύπου. Στις προτάσεις αυτές, χωρισμένες σε πέντε ενότητες («αρχιτεκτονική πολιτεύματος», «ενίσχυση θεσμών άμεσης δημοκρατίας», «ενίσχυση κράτους δικαίου», «σχέσεις κράτους-εκκλησίας», «κοινωνικά δικαιώματα»), συνωθούνταν
α) όλες οι «προγραμματικές» προτάσεις του τότε κυβερνώντος κόμματος που έφτασαν έως τη Βουλή, χωρίς να αποκτήσουν τελικά συνταγματική υπόσταση: καθιέρωση απλής αναλογικής, εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό εφόσον δεν κατόρθωνε να συγκεντρώσει 180 ψήφους, περιορισμός θητειών για τους βουλευτές, απαγόρευση ανάδειξης εξωκοινοβουλευτικού Πρωθυπουργού, δημοψηφίσματα για την κύρωση διεθνών συνθηκών, κατοχύρωση -της ήδη κατοχυρωμένης- «θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους», υποχρεωτικός δημόσιος έλεγχος στο νερό και την ηλεκτρική ενέργεια, κατοχύρωση -των ήδη κατοχυρωμένων- συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας, ενίσχυση -ήδη προβλεπόμενων- κοινωνικών δικαιωμάτων,
β) ορισμένες «πρωτότυπες» ιδέες που δεν συμπεριλήφθηκαν τελικά στην επίσημη κυβερνητική πρόταση: «λελογισμένη» αύξηση αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, 4 είδη «λαϊκών δημοψηφισμάτων», ειδικό γνωμοδοτικό όργανο για τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων μετά από κυβερνητική παραπομπή,
γ) τρία από τα «ώριμα» θέματα, που συγκέντρωναν ευρεία επιστημονική και πολιτική συναίνεση ως προς την ανάγκη αναθεώρησης τους, και που επρόκειτο να οδηγήσουν σε ισάριθμες συνταγματικές αλλαγές: ασυλία βουλευτών, ευθύνη υπουργών, τρόπος ανάδειξης ηγεσιών ανεξαρτήτων αρχών.
Η εκδήλωση του προαυλίου της Βουλής περιείχε και την εκτός τυπικής αναθεωρητικής διαδικασίας εξαγγελία «Οργανωτικής Επιτροπής Διαλόγου για την Αναθεώρηση του Συντάγματος», η οποία επρόκειτο να διοργανώσει συζητήσεις-λαϊκές συνελεύσεις σε όλους τους δήμους της χώρας. Στην πράξη, μετά τη συγκρότηση της, τον Οκτώβριο του 2016, και ίσως και λόγω της συγκρότησης της, που είχε έντονο κομματικό χρώμα και παρουσία μόλις δύο συνταγματολόγων, η Επιτροπή δεν άφησε κανένα αξιόλογο πολιτικό ή επιστημονικό ίχνος.
Η αναθεώρηση του 2019 είχε, συνεπώς, από τη σύλληψή της, ισχυρό ιδεολογικό-κομματικό χαρακτήρα, καθώς επεδίωκε να γυρίσει τη σελίδα της κρίσης με «τομές» που κάθε άλλο παρά συναντούσαν, ή μπορούσαν να συναντήσουν, κοινοβουλευτική συναίνεση και κοινωνική κατάφαση. Ο χαρακτήρας αυτός, παρότι αμβλύνθηκε κάπως στην κυβερνητική πρόταση που κατατέθηκε στην πρώτη Βουλή, εξηγεί το σχετικά περιορισμένο εύρος του τελικού αναθεωρητικού αποτελέσματος, από μια δεύτερη Βουλή στην οποία είχε εν τω μεταξύ συντελεσθεί αλλαγή πολιτικών συσχετισμών και κυβέρνησης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άφησε εκτός πεδίου αναθεώρησης ζητήματα που θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν με το «πρόσημο» της (ιδιωτικά πανεπιστήμια, συνταγματικό δικαστήριο, εκλογή ηγεσίας ανωτάτων δικαστηρίων, προσαρμογές στο ευρωπαϊκό κεκτημένο) και προώθησε ζητήματα που δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά από άλλες πολιτικές δυνάμεις («κλείδωμα» εκλογικού συστήματος, περιορισμοί ελευθερίας εκλέγεσθαι, «αμεσοδημοκρατικές» υπερβολές, διακηρυκτική ενίσχυση ήδη επαρκώς προστατευόμενων δικαιωμάτων). Τεθειμένη υπό τον αστερισμό της κρίσης, η αναθεώρηση έχανε, μοιραία, μεγάλο μέρος από τη δυναμική και την ευλυγισία της.
Η επίσημη αναθεωρητική πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ κατατέθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2018, δύο ολόκληρα χρόνια μετά τις αρχικές προτάσεις του ίδιου κόμματος, χωρίς στο ενδιάμεσο να έχει γίνει σοβαρός διάλογος και λίγους μόνο μήνες πριν από την ολοκλήρωση της θητείας εκείνης της Βουλής. Περιλάμβανε 36 συνταγματικές διατάξεις, που άγγιζαν 23 άρθρα του Συντάγματος (3, 13, 21, 22, 28, 30, 32, 33, 34, 35, 37, 38, 41, 44, 54, 56, 59, 62, 73, 84, 86, 101Α και 102). Από τις προτάσεις αυτές,5 συγκέντρωσαν, και στην πρώτη (14 Φεβρουαρίου 2019) και στη δεύτερη (14 Μαρτίου) ψηφοφορία, πάνω από 180 ψήφους: 32 παρ. 4 και 5 για την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, 62 για τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας αποκλειστικά στα αδικήματα που σχετίζονται με τη βουλευτική ιδιότητα, 86 παρ. 3 για τον περιορισμό των προνομιακών ρυθμίσεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών και 101Α για τον περιορισμό -που δεν υλοποιήθηκε- και τη διευκόλυνση -που επρόκειτο να υλοποιηθεί- επιλογής της ηγεσίας των ανεξάρτητων αρχών. Οι προτάσεις αυτές «εστάλησαν» στην επόμενη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία και χρειάζονταν πλέον 151 ψήφους για να αναθεωρηθούν.
Μια δέσμη προτάσεων, οι σχετικές με την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό (άρθρα 30 παρ. 1, 34 παρ. 1, 35 παρ. 2 και 41 παρ. 5), δεν συγκέντρωσαν 151 ψήφους, καθώς είχε παρεμβληθεί, σε πολιτικό επίπεδο, η διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διέθετε, μόνος του, απόλυτη πλειοψηφία. Η καταψήφιση της άμεσης εκλογής και η ψήφιση με παραπάνω από 180 ψήφους της εκλογής χωρίς διάλυση της Βουλής άνοιγαν στην επόμενη Βουλή, και στην επόμενη κυβέρνηση, μια βασιλική λεωφόρο για να επιβάλει τον δικό της τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Οι υπόλοιπες 25 κυβερνητικές προτάσεις συγκέντρωσαν πάνω από 151 ψήφους (οριακά, και στη δεύτερη καταμέτρηση, οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 για την «κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους») και άρα «στέλνονταν» στην επόμενη Βουλή με την ανάγκη να συγκεντρώσουν, εκεί, πάνω από 180 ψήφους.
Πρόταση αναθεώρησης, αφού διέθετε περισσότερους από 50 βουλευτές, κατέθεσε, στις 14 Νοεμβρίου 2018, και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που βρισκόταν, τότε, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από τις 106 συνταγματικές διατάξεις που πρότεινε προς αναθεώρηση το κόμμα αυτό -προδίδοντας μια πολύ πληθωρική, ίσως σε υπερβολικό βαθμό, ανάγνωση της αναθεωρητικής αναγκαιότητας-, καμία δεν συγκέντρωσε πάνω από 151 ψήφους.Όμως μία ουσιαστική διάταξη (άρθρο 68 παρ. 2 για συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών από κοινοβουλευτικές μειοψηφίες) συν 9 παροπλισμένες μεταβατικές(άρθρα 112 παρ. 4, 113, 114 παρ. 1, 114 παρ. 2, 115 παρ. 1, 115 παρ. 2, 115 παρ. 3, 115 παρ. 4 και 119 παρ. 1) συγκέντρωσαν περισσότερες από 180 ψήφους, άρα «στέλνονταν» και αυτές ως «σίγουρες προς ψήφιση» στην επόμενη Βουλή.
Συμπληρωματικές προτάσεις υπέβαλαν, στις 18 Ιανουαρίου, 21 Φεβρουαρίου και 8 Φεβρουαρίου 2019, ομάδες βουλευτών πουδεν εκπροσωπούσανεπίσημη κομματική «γραμμή». Από αυτές 6 (άρθρο 5 παρ. 2 για την κατοχύρωση της απόλυτης προστασίας δικαιωμάτων χωρίς διάκριση φύλου, ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, άρθρο 25 παρ. 3 για την εισαγωγή της αρχής της επιείκειας στο πεδίο των δικαιωμάτων, άρθρο 38 παρ. 2 για τον ορισμό αναπληρωτή Πρωθυπουργού, άρθρο 101 παρ. 1 για καθιέρωση με νόμο της -ήδη καθιερωμένης στο Σύνταγμα- περιφερειακής οργάνωσης του κράτους, άρθρο 101 παρ. 4 και εισαγωγή ερμηνευτικής διάταξης για την ανάπτυξη των ορεινών και νησιωτικών περιοχών), συγκέντρωσαν πάνω από 151 ψήφους, ενώ μία (άρθρο 96 παρ. 5 για το δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων) συγκέντρωσε πάνω από 180 ψήφους και επέπρωτο να αποτελέσει τη μεγάλη, αλλά χωρίς μεγάλη σημασία, «έκπληξη» της αναθεώρησης.
Η συζήτηση στην Επιτροπή Αναθεώρησης και στην Ολομέλεια της πρώτης Βουλής, εκείνης που διαμόρφωσε την αναθεωρητική πρόταση, χαρακτηρίστηκε από πολύ υψηλούς και οιονεί πολεμικούς τόνους: «σύγκρουση δύο κόσμων» επικαλέστηκε η τότε κυβέρνηση, για «αναθεώρηση πολιτικής και κοινωνικής ανυποληψίας» έκανε λόγο η αντιπολίτευση. Η διαδικασία κυρίως σφραγίστηκε, χωρίς να υπάρχει άλλος λόγος από την εμμονή του κυβερνητικού κόμματος, και ειδικά του εισηγητή της πλειοψηφίας, από τη διχογνωμία γύρω από το λεγόμενο ζήτημα της «δέσμευσης» της δεύτερης Βουλής, εκείνης που θα διαμόρφωνε το αναθεωρητικό αποτέλεσμα, από τις «κατευθύνσεις» της πρώτης. Υποπτευόμενη ίσως -κάτι που θα συνέβαινε εξάλλου στην πραγματικότητα- ότι μπορεί να έχανε τις εκλογές που θα ακολουθούσαν, η κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει -χωρίς να διαθέτει όμως τα μέσα, αφού η επιστημονική κοινότητα διαφωνούσε σχεδόν ομόφωνα και δικαστικός έλεγχος της «κατευθυντήριας δέσμευσης» δεν προβλέπεται- την άποψη ότι η επόμενη Βουλή δεν μπορούσε να διαμορφώσει ελεύθερα τις «αποσταλείσες» προς αναθεώρηση διατάξεις, αλλά έπρεπε να ακολουθήσει αναγκαστικά, ή να απορρίψει συνολικά, τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που είχε ψηφίσει η πρώτη Βουλή. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχασε αυτή τη «μάχη», με κυριότερη «απώλεια» την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας,σχετικά με την οποία αμφιταλαντεύτηκε για μια στιγμή, ενόψει της διαφαινόμενηςαυτοπαγίδευσής της, ως προς το αν θα υπερψήφιζε ή θα καταψήφιζε την ίδια της την πρόταση. Η πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας χαρακτηρίστηκε και από την αποκάλυψη της πρόθεσης του ΣΥΡΙΖΑ να «κάψει» πάση θυσία την αναθεώρηση του άρθρου 16 και τη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων.
Η δεύτερη φάση της αναθεώρησης, στη Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, ήταν πιο διεκπεραιωτική και αρκετά προβλέψιμη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εγκατέλειψε γρήγορα -και καλώς, κατά τη γνώμη μου, με κριτήριο το κύρος του Συντάγματος- την ιδέα να «ακυρώσει» ολόκληρο το αναθεωρητικό διάβημα, ώστε να μπορέσει να το επανεκκινήσει χωρίς να περιμένει την πάροδο 5ετίαςκαι στη βάση δικών της προτάσεων. Η διαδικασία οργανώθηκε στην αρχή της κυβερνητικής θητείαςκαι ολοκληρώθηκε μέσα σε τρεις μήνες: από τις 16 Σεπτεμβρίου 2019, οπότε και συστάθηκε με απόφαση του προέδρου της Βουλής η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, ως τις 28 Νοεμβρίου 2019, οπότε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος πρώτο, φύλλο 187) το Ψήφισμα της Θ Αναθεωρητικής Βουλής για την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος.
Στη Βουλή του 2019 το μόνο «σασπένς» ήταν αν θα αναθεωρούνταν τελικά μόνο οι 6 (εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, ασυλία βουλευτών, ποινική ευθύνη υπουργών, ανεξάρτητες αρχές, εξεταστικές επιτροπές, στρατιωτικοί δικαστές) συν 10 (μεταβατικές) διατάξεις που είχαν συγκεντρώσει πάνω από 180 ψήφους στην πρώτη Βουλή, ή αν θα διαμορφωνόταν, στη δεύτερη φάση, μια πλειοψηφία πάνω από 180 ψήφων για επιπλέον διατάξεις. Με πρωτοβουλία της νέας πλειοψηφίας και, σε μία περίπτωση, εξ ανάγκης, αυτό κατέστη δυνατό για 3 διατάξεις:2 που είχαν προταθεί από την προηγούμενη κυβέρνησηκαι σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, με την υποστήριξη και του ΚΙΝ.ΑΛ, και«υιοθέτησε» η νέα κυβέρνηση: άρθρο 21 παρ. 1 για την κατοχύρωση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και άρθρο 73 για τη θέσπιση δικαιώματος λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Και μία (άρθρο 54 παρ. 4 για τη διευκόλυνση της ψήφου των αποδήμων),που εμφιλοχώρησε μεταξύ πρώτης και δεύτερης Βουλής, αφού είχε προηγηθεί πολιτική συμφωνία πολλών κομμάτων όχι μόνο να αποδοθεί, επιτέλους, αυτό το -συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 51 παρ. 4- δικαίωμα υπέρ των αποδήμων συμπατριωτών μας, αλλά και να τεθούν (πολλές) προϋποθέσεις, που καθιστούσαν αναγκαία τη συνταγματική υποδοχή τους. Είναι ίσως κρίμα που δεν προστέθηκαν στη -στενή- «συναίνεση της δεύτερης Βουλής» οι προτάσεις για το σεβασμό του σεξουαλικού προσανατολισμού (άρθρο 5 παρ. 2) και, με δεδομένη την ιδεολογική αντίθεση της νέας πλειοψηφίας στο χωρισμό κράτους-εκκλησίας -που συνιστά, παρ’ όλα αυτά, τον τελευταίο θεσμικό αναχρονισμό του Συντάγματος του 1975-, τουλάχιστον η καθιέρωση του πολιτικού όρκου για τα πολιτειακά όργανα (άρθρα 13 παρ. 5, 33 παρ. 2, 59 παρ. 1 και 2).
Σε σχέση με τις 9 συνταγματικές διατάξεις που αναθεωρήθηκαν, τα κρίσιμα στοιχεία είναι, συνοπτικά, τα ακόλουθα:
- η ψήφιση ενός νόμου για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης καθίσταται, έστω και από κατευθυντήρια διάταξη (άρθρο 21 παρ. 1 του νέου Συντάγματος), υποχρεωτική για την Πολιτεία. Μέτρα που θα έρχονται σε αντίθεση με αυτή τη συνταγματικής περιωπής έννοια θα ελέγχονται δικαστικά με ακόμα καθαρότερο και επιτακτικότερο τρόπο, ενώ δημιουργείται και δικαίωμα λήψης θετικών μέτρων
- με δεδομένη τη συναίνεση σχεδόν όλων των πολιτικώνδυνάμεων για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς διάλυση της Βουλής (άρθρο 32 παρ. 4), σημασία είχε η μέθοδος εκλογής. Η τελική επιλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν, για την πλειοψηφία των Ελλήνων συνταγματολόγων, ούτε θεσμικά αψεγάδιαστη ούτε πολιτικά πλήρως αποδεκτή -δεν είναι τυχαίο που η διάταξη αυτή συγκέντρωσε στη δεύτερη Βουλή μόνο τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η πρόβλεψη δυνατότητας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από ένα μόνο κόμμα, ακόμα και με σχετική πλειοψηφία, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι ταιριάζει στο κύρος και τη φύση ρυθμιστή του πολιτεύματος. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι είναι μοιραίο να επικρατήσει στην πράξη η «κομματική εκλογή» και να παραμεριστεί το σοφό συνταγματικό έθιμο να επιλέγονται για το αξίωμα πρόσωπα που δεν ανήκουν στην εκάστοτε κυβερνώσα παράταξη
- οι ρυθμίσεις της νέας παραγράφου 4 στο άρθρο 54 για τους αποδήμους είναι υπέρ το δέον λεπτομερειακές: μόνο η πρόβλεψη καθιέρωσης εκλογικών περιφερειών ειδικά για τους αποδήμους ήταν αναγκαία, οι λοιποί περιορισμοί, εφόσον προβλέφθηκε η δυνατότητα θέσπισης τους, θα μπορούσαν να τεθούν από το νόμο. Είναι επίσης αμφίβολο αν εναρμονίζονται με τις γενικές εκλογικές αρχές του άρθρου 51
- σε σχέση με το άρθρο 62 και την ασυλία, μεγαλύτερη σημασία από τη ρητή σύνδεση των αδικημάτων με τα βουλευτικά καθήκοντα, σύνδεση που ούτως ή άλλως γινόταν τα τελευταία χρόνια από τη Βουλή στην πράξη, έχει η ανάθεση τήρησης της ορθής διαδικασίας (απόφανση εντός τριμήνου, υποχρεωτική άρση της ασυλίας για πράξεις μη συνδεόμενες με την πολιτική δράση βουλευτή) στον Πρόεδρο της Βουλής
- η δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών (άρθρο 68 παρ. 2) με πρόταση 10 κατ’ ελάχιστον βουλευτών και υπερψήφιση από 120 τουλάχιστον βουλευτές (οι λέξεις «ανεξαρτήτως πλειοψηφίας» περιττεύουν στο συνταγματικό κείμενο) κάνουν ένα καλοδεχούμενο άνοιγμα στις κοινοβουλευτικές μειοψηφίες –αλλά σε έναν μάλλον εκφυλισμένο, στην κοινοβουλευτική πρακτική, θεσμό
- η θέσπιση δυνατότητας σε πολίτες να ζητούν από τη Βουλή να επιληφθεί κοινωνικού ζητήματος (νέα παρ. 6 στο άρθρο 73) είναι σημαντική και ίσως τελικά αποτελέσει, αναλόγως και με τη χρήση που θα γίνει, το κύριο ίχνος αυτής της αναθεώρησης, αφού αποτελεί τη μόνη προσθήκη ενός δικαιώματος υπέρ των πολιτών. Οι εξαιρέσεις δημοσιονομικών θεμάτων, καθώς καιθεμάτων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, ταιριάζουν με αντίστοιχους περιορισμούς που ισχύουν για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ενώ και η δικλίδατων 500.000 υπογραφών φαίνεται να ανταποκρίνεται στην ανάγκη κατοχύρωσης της σοβαρότητας του νέου θεσμού
- την απάλειψη της -δυνητικά πολύ σύντομης- αποσβεστικής προθεσμίας για την παραγραφή της υπουργικής δίωξης (άρθρο 86 παρ. 3), το πολιτικό σύστημα τη χρωστούσε πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του, αφού την είχε συζητήσει αλλά όχι συμφωνήσει στην αναθεώρηση του 2001. Γι’ αυτό γύρω από τη συγκεκριμένη διάταξη επιτεύχθηκε η μεγαλύτερη πλειοψηφία και στην προτείνουσα (253 ψήφοι) και στην αναθεωρητική Βουλή (274 ψήφοι). Το ότι η αναθεώρηση δεν άγγιξε και άλλα θέματα ενός πολυσυζητημένου αλλά σπανίως χρησιμοποιημένου θεσμού (άδεια της Βουλής, διαδικασία ελέγχου, ποιος «δικάζει» τους υπουργούς) οφείλεται σε ένα μίγμα αυτοσυγκράτησης και επίγνωσης ότι καραδοκεί ο λαϊκισμός και πάντως δεν μειώνει τη -συμβολική κυρίως- σημασία της επελθούσας αλλαγής
- η εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών δικαστών με τα λοιπά τακτικά δικαστήρια και λειτουργούς (άρθρο 96 παρ. 5), πόσο μάλλον η πρόβλεψη για θέσπιση βαθμολογικής και πειθαρχικής αντιστοιχίας, αποτελούν την πιο «περίεργη», με την έννοια του επουσιώδους, αλλαγή εντός της συγκεκριμένης αναθεώρησης -χωρίς να είναι, ωστόσο, ούτε άχρηστες ούτε άστοχες
- σε σχέση με την εκλογή ηγεσίας στις ανεξάρτητες Αρχές, η μείωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας από τα 4/5 στα 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων, καθώς και η ρητή συνταγματική πρόβλεψη περί παράτασης της θητείας των απερχόμενων μελών μέχρι να διοριστούν τα νέα (άρθρο 101 Α, παρ. 2), σκοπό έχουν να μην επαναληφθούν τα μπλοκαρίσματα του παρελθόντος. Το αν η νέα ρύθμιση διευκολύνει επιλογές που ούτως ή άλλως παραμένουν διακομματικές,εξαρτάται από τη λειτουργία της Διάσκεψης των Προέδρων, που μπορεί να βελτιωθεί μέσω του Κανονισμού της Βουλής. Το βασικό ζήτημα της συμβολής στηνενίσχυση του κύρους ενός ταλαιπωρημένου στη χώρα μας αλλά κρίσιμου για τη δημοκρατία θεσμούμένει ανοιχτό.
Η αποτίμηση του αναθεωρητικού διαβήματος του 2019 δεν μπορεί να γίνει μονολεκτικά και μονοσήμαντα. Μια κατά το δυνατόν αντικειμενική ματιά θα έδειχνε ότι η αναθεώρηση:
α) δεν μπορεί να θεωρηθεί τομή, αλλά ούτε «μεγάλη χαμένη ευκαιρία». Το Σύνταγμα δεν αποτελεί μέσο λύσης όλων των πολιτικών, ούτε καν όλων των θεσμικών, προβλημάτων μιας χώρας, το δε ελληνικό Σύνταγμα δεν έχει μεγάλες ελλείψεις ή ελλείμματα. Η κρίση δεν ήρθε εξαιτίας του Συντάγματος και ούτε μπορεί να υπερπηδηθεί μέσω του Συντάγματος. Μεγάλα, ίσως ΤΑ μεγάλα, ζητήματα δεν λύνονται μέσω συνταγματικών διαρρυθμίσεων ή αναθεωρήσεων: η αίσθηση συμμετοχής του πολίτη, η πραγματική ανεξαρτησία των εξουσιών, και ιδίως της Δικαιοσύνης, η ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων -όχι η νομική τους κατοχύρωση, που στο Σύνταγμά μας είναι επαρκής-, η ποιότητα των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών, ιδίως στο χώρο της παιδείας, της υγείας και της δημόσιας διοίκησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αναθεωρητικές προτάσεις που θα άξιζε να συζητηθούν, ίσως και να υπερψηφιστούν, όπως, μεταξύ άλλων, για την κλιματική αλλαγή, τοσυνταγματικό δικαστήριο, άνοιγμα της παιδείας σε πιο ευέλικτες μορφές, εμβάθυνση της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μη διάλυση της Βουλής από τη μόνη βούληση της κυβέρνησης. Όμως η ιδέα ενός Συντάγματος που χρειάζεται «βαθιές τομές» και της αναθεώρησης ως «μεγάλης ευκαιρίας» είναι, πιστεύω, εκτός πραγματικότητας,
β) μπορεί να είναι αβαθής, αλλά δεν παύει να είναι χρήσιμη. Το Σύνταγμά μας δεν αλλάζει φυσιογνωμία -κάτι που δεν υπάρχει εξάλλου λόγος να ευχόμαστε-, αλλά βελτιώνεται σε συγκεκριμένους, όχι αναγκαστικά τους πιο κρίσιμους αλλά και διόλου αμελητέους, τομείς. Η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής -η μακράν πιο «βαριά» αλλαγή που επήλθε με την αναθεώρηση- βελτιώνει τη σταθερότητα του πολιτεύματος. Η διευκόλυνσηλειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, η εισαγωγή της δυνατότητας των πολιτών να ζητούν από τη Βουλή να επιληφθεί ζητήματος που θεωρούν σημαντικό, καθώς και η υποχρέωση της πολιτείας να φροντίζει, όχι στη θεωρία αλλά με οικονομικά μέτρα, για την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των πολιτών αποτελούν βήματα δημοκρατικής προόδου. Ακόμα και οι πιο «εσωστρεφείς», αφού αφορούν αποκλειστικά στην πολιτική τάξη, ρυθμίσεις για την ασυλία των βουλευτών και την ευθύνη των υπουργών, απαντούν σε χρόνια και σχεδόν πάνδημα αιτήματα της κοινωνίας των πολιτών,
γ) αφήνει αρκετά χρήσιμα μαθήματαστον επόμενο αναθεωρητικό νομοθέτη. Να μην βάζει ιδεολογικούς στόχους σε σχέση με τις αναθεωρητικές προτάσεις. Να θέτει το πολιτειακό πάνω από το κομματικό συμφέρον. Να χτίζει εξαρχής συναινέσεις. Να μην περιφρονεί τη συνταγματική μηχανική και τους ειδικούς περί Συντάγματος. Μόνο αν δεν πάνε χαμένα αυτά τα μαθήματα μπορεί η αναθεώρηση της κρίσης να αποβεί αρχή εξόδου από την κρίση.