
O Πρωθυπουργός έχει δημοσίως θέσει ως κεντρικό στόχο της κυβέρνησης την «καθαρή έξοδο» από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. “Too good to be true” που θα λέγαμε και νεοελληνιστί. Η διαπραγμάτευση για την «επόμενη μέρα» της Ελλάδας μετά τα Μνημόνια είναι ακόμα εντελώς αβέβαιο τι μορφή θα πάρει και η πορεία προς την έξοδο (που σε καμιά περίπτωση δεν θα σημάνει το τέλος της επιτήρησης) περιέχει ουκ ολίγες αστάθμητες μεταβλητές. Εντός (τρέχουσα και επόμενη αξιολόγηση. κατάσταση τραπεζών, λειτουργία "Υπερταμείου", γενική πολιτική ομαλότητα) και εκτός συνόρων (ατζέντα ΕΕ μετά το "καταλανικό", πολιτική εκκρεμότητα στη Γερμανία και, κυρίως, επιλογή στάσης από το ΔΝΤ). Θα θελήσει το ΔΝΤ–ή θα του ζητηθεί- να εκταμιεύσει δόση προς την Ελλάδα ή θα τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων η πρόωρη εξόφλησή του και η «έξωσή» του από τα ευρωπαϊκά πράγματα; Και τι επίπτωση θα έχει κάτι τέτοιο σε σχέση με την έξοδο από το Μνημόνιο και ιδίως σε σχέση με το χρέος; Έναντι αυτών των κρίσιμων ζητημάτων ο Πρωθυπουργός έχει επιλέξει την προσφιλή του οδό: γενναιόδωρες υποσχέσεις χωρίς τον "ξενοδόχο" και εύκολος λαϊκισμός. Για πολλοστή φορά η ουσία, δηλαδή η σωστή προετοιμασία και η ρεαλιστική στοχοθέτηση, θυσιάζεται στο βωμο των εντυπώσεων: φιλανθρωπικά επιδόματα αντί για δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης, ελληνική σημαία στον Αμίρ αντί για πολιτική δικαιωμάτων και ενσωμάτωσης, λόγος περί μεταρρυθμίσεων και κατενάτσιο από τους αρμόδιους Υπουργούς. Βρισκόμαστε όμως πια στο τελευταίο καμπανάκι και αυτά όχι μόνο δεν αρκούν αλλά και υπονομεύουν τον εθνικό στόχο.